Γιώργος Ζαμπέτας

    Γράφει ο Βασίλης Ντούτσης.  Ο Γιώργος Ζαμπέτας γεννήθηκε το 1925 στο Μεταξουργείο. Ήταν γιός κουρέα και η μάνα του ήταν κόρη γνωστού βαρύτονου της εποχής.

    Από μικρός είχε μία φυσική κλίση πρός την μουσική, πράγμα για το οποίο όπως θα αποδειχθεί, δεν θα μετανιώσει ποτέ του. Ο πατέρας του, όπως ο ίδιος ο Ζαμπέτας διηγείται στην βιογραφία του, είχε ψηλά στο κουρείο του, ένα μπουζούκι, που συχνά ο μικρός Γιώργος κρυφά πάντα κατέβαζε από την θέση του, και άρχισε να το γρατσουνάει. Έτσι ήρθε σε μία πρώτη επαφή με το όργανο που χρόνια μετά από τα χέρια του θα μπεί σε κάθε ελληνικό σπίτι και όχι μόνο. Η γνωριμία του με τον Βασίλη Τσιτσάνη το 1938, θα αποβεί καθοριστική για την μετέπειτα πορεία του. Άλλωστε αυτός και ο Τσιτσάνης θα είναι εκείνοι που θα στηρίξουν όσο κανένας άλλος, την απόφαση του Μανώλη Χιώτη το 1958 να προσθέσει την τέταρτη χορδή στο μπουζούκι, που τότε ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τους υπόλοιπους ρεμπέτες της εποχής. Αυτό βέβαια όπως έχω ξαναπεί έδωσε πνοή στην λαική μας μουσική, καθώς πήρε το μπουζούκι, από τους τεκέδες και τα χασισοπωλεία και το έφερε στα λαικά κέντρα και στην λεγόμενη τότε καλή κοινωνία. Ο Ζαμπέτας όμως δεν ήταν ένας απλός συνθέτης ήταν πολύ περισσότερα. Ήταν ένας σολίστ, ένας βιρτουόζος μοναδικός που όμοιος του δεν θα ξαναπεράσει.

    Είναι γνωστά άλλωστε τα στοιχήματα της εποχής, σχετικά με το ποιός είναι πιο γρήγορος, στα να ανεβοκατεβάζει τα χέρια του πάνω στην ταστιέρα του μπουζουκιού, αυτός ή ο μανώλης Χιώτης. Το 1960 ο Ζαμπέτας χτυπάει πλέον τα υψηλά πατώματα της μουσικής ιεραρχίας. Ο μεγάλος Μάνος Χατζηδάκης, του προτείνει να ο σολίστ της ορχήστρας που διηύθυνε. Πρόταση που ο Ζαμπέτας αποδέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη, και που έκαναν το μπουζούκι να απογειωθεί στα χέρια του. Ακολουθεί τον Μάνο Χατζηδάκη σε όλες τις μεγάλες περιοδείες του εξωτερικού και κάνει το μπουζούκι το διεθνές όργανο των Ελλήνων. Μάλιστα σε μία από τις περιοδείες στην Αγγλία, η διαρκής αναφορά κάποιων να λένε πάμε στον λόντον σίτυ, του γεννάνε την ιδέα να μεταφέρει την λέξη σίτυ, στην αγαπημένη του γειτονιά, το Αιγάλεω, που από τότε θα γίνει το αγαπημένο του Αιγάλεω σίτυ. Ένα μεγάλο παράπονο του Ζαμπέτα, που δυστυχώς ποτέ δεν βγήκε να παραδεχτεί ο Μίκης Θεοδωράκης, είναι η κλοπή της μουσικής του Γιώργου Ζαμπέτα, που κάνει ο Μίκης Θεοδωράκης στην σύνθεση της μουσικής του περιβόητου Ζορμπά. Όπως ελεύθερα μπορείτε να διαπιστώσετε κι εσείς, η μουσική του Ζορμπά είναι ίδια με την εισαγωγή του τραγουδιού του Ζαμπέτα, Στρώσε το στρώμα σου για δυό, που ο Ζαμπέτας είχε συνθέσει πέντε χρόνια νωρίτερα από τον Ζορμπά του Θεοδωράκη.

    Πάντως ακόμα κι εδώ ο μεγάλος Ζαμπέτας αποδείχτηκε μεγάλη καρδιά, αφού ποτέ δεν ζήτησε εξηγήσεις από τον Μίκη Θεοδωράκη, με τον οποίο μάλιστα συνεργάστηκε την δεκαετία του 60, ώς σολίστ και στην δική του ορχήστρα. Στον Ζαμπέτα όμως οφείλουμε και την ανακάλυψη τεσσάρων πολύ μεγάλων τραγουδιστών. Στην Βίκυ Μοσχολιού που θα αναφερθώ επισταμένως όταν θα κάνω το δικό της αφιέρωμα, όντας και εκείνη μια μεγάλη παναθηναική μορφή, και τους Τόλη Βοσκόπουλο, Δημήτρη Μητροπάνο και Μανώλη Μητσιά. Ο Τόλης Βοσκόπουλος γεννήθηκε ώς τραγουδιστής και δεν ξαναέπαιξε ώς ηθοποιός σε ταινία, χάρις στην Αγωνία του Ζαμπέτα, ενώ ο Δημήτρης Μητροπάνος πρωτοακούστηκε στο πανελλήνιο χάρις στην ξακουστή Θεσσαλονίκη του Ζαμπέτα. Και οι τρείς τους πάντως δεν ξέχασαν ποτέ τους τον Γιώργο Ζαμπέτα και πάντα τον ευγνωμονούσαν για όσα έχει κάνει γι αυτούς. Μάλιστα ο Βοσκόπουλος πάντα τον αποκαλούσε ο πατέρας μου είναι ο Ζαμπέτας. Ο Ζαμπέτας το 1969 έσωσε κυριολεκτικά στο παρά πέντε, την καριέρα μιάς άλλης πολύ σπουδαίας τραγουδίστριας, της Μαρινέλλας. Είναι η περίοδος που η Μαρινέλλα έχει χωρίσει τόσο μουσικά όσο και στην πραγματική ζωή, από τον Καζαντζίδη, και περιφέρει εδώ κι εκεί την καριέρα της, χωρίς όμως σημείο αναφοράς. Τότε έρχεται ο Ζαμπέτας από το πουθενά και ένα τραγούδι που προόριζε για την Αλίκη Βουγιουκλάκη παρακαλώ, που η τότε εθνικής μας στάρ αρνήθηκε να τραγουδήσει, έσωσε την καριέρα της Μαρινέλλας.

    Είναι το περίφημο σταλιά σταλιά που η Μαρινέλλα ερμήνευσε μοναδικά και στάθηκε αφορμή για την αναγέννηση της καριέρας της. Την δεκαετία του 80 ο Ζαμπέτας λησμονήθηκε σιγά σιγά από τις δισκογραφικές εταιρίες. Ήταν κάτι που τον πίκρανε αλλά που η περηφάνια του, δεν άφησε ποτέ να εκδηλωθεί. Το κύκνειο άσμα του στην ελληνική μουσική είναι ο δίσκος Χίλια Περιστέρια, το 1989. Πέθανε το 1992 από αναπνευστικά που τον ταλαιπωρούσαν. Είχε δύο παιδιά. ΜΑΛΙΣΤΑ ΚΥΡΙΕ.

    0 0 Ψήφοι
    Article Rating
    Subscribe
    Notify of
    guest
    0 Comments
    Inline Feedbacks
    Δείτε όλα τα ασχόλια