Λάκοβιτς: «Ο κύριος Παύλος έχτισε αυτή την ομάδα για να είναι μια από τις καλύτερες στην Ευρώπη»

Ο προπονητής της Ουλμ και πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού Γιάκα Λάκοβιτς έδωσε μια συνέντευξη στο Gazzetta.gr μιλώντας για τα τέσσερα χρόνια που πέρασε στην Ελλάδα, τι κέρδισε, τι έχασε, ενώ αναφέρεται και στις φιλοδοξίες που έχει ως προπονητής.
Διαβάστε εδώ όλη την συνέντευξη:
-Μέχρι πριν από πέντε χρόνια ήσουν στα παρκέ ως παίκτης. Έκτοτε ξεκίνησες την προπονητική ενώ φέτος ξεκινάς την 3η σου σεζόν ως head coach της Ουλμ. Τελικά τι είναι πιο εύκολο; Να είσαι παίκτης ή προπονητής;
«Πιο εύκολο να είσαι παίκτης. Βάσει της εμπειρίας μου είναι πιο εύκολο. Ως παίκτης, ναι. Μπορεί να έχεις ευθύνες και να περιμένουν να παίξεις καλά, αλλά ως προπονητής πρέπει να κάνεις πολύ περισσότερα. Πρέπει να σκέφτεσαι για 12 παίκτες. Όχι μόνο ατομικά, αλλά και τι πρέπει να κάνουν ώστε να λειτουργήσουν ως ομάδα. Να δουλεύουν μαζί. Ως πρώτος προπονητής έχεις την ευθύνη για την πορεία της ομάδας. Είναι δουλειά που διαρκεί επτά ημέρες την εβδομάδα και 24 ώρες το 24ωρο, τόσο εντός, όσο και εκτός παρκέ. Και γι’ αυτό όταν είσαι παίκτης, είναι μια πολύ καλή περίοδος (γέλια). Ως προπονητής είναι πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα…»
-Ο περισσότερος κόσμος γνωρίζει τον Γιάκα Λάκοβιτς ως παίκτη αλλά όχι τόσο ως προπονητή. Αν έπρεπε να παρουσιάσεις τον εαυτό σου ως προπονητή, τι θα έλεγες; Πώς θα χαρακτήριζες τον coach Γιάκα Λάκοβιτς;
«Ακόμα είναι νέος προπονητής. Αυτή θα είναι η 3η μου σεζόν ως πρώτος προπονητής στην Ουλμ και θεωρώ ότι η ομάδα έχει κάνει καλή δουλειά τα δύο τελευταία χρόνια. Πήραμε τη πρόκριση στα ημιτελικά του πρωταθλήματος, αλλά σε αυτό που με ρώτησες, προσπαθώ να κάνω την ομάδα μου να παίζει επιθετικό μπάσκετ, ομαδικό μπάσκετ και γρήγορο μπάσκετ. Και κάπως έτσι είναι η φιλοσοφία μου».
-Ήταν εύκολη η μετάβαση από παίκτη σε προπονητή; Γιατί μετά την τελευταία σου σεζόν, αμέσως εντάχθηκες στο προπονητικό team της Μπαρτσελόνα B ως assistant. Δηλαδή σκότωσες εύκολα τον παίκτη μέσα σου;
«Σωστά. Ξεκίνησα ως βοηθός στην Μπαρτσελόνα B και στις ακαδημίες της Μπαρτσελόνα. Όμως η μετάβαση ήταν καλή και εύκολη. Και αυτό διότι στην τελευταία μου σεζόν ως παίκτης, είχα αρχίσει και σκεφτόμουν την προπονητική. Ήξερα ότι αυτό θα ήταν το επόμενο βήμα μου. Ολοκλήρωσα τις προπονητικές σπουδές μου στην Λιουμπλιάνα και στην Ισπανία οπότε μου ήταν εύκολο να μπω άμεσα στην προπονητική. Βέβαια ακόμα μαθαίνω. Δουλεύω καθημερινά και μαθαίνω. Και αυτό είναι κάτι που το καταλαβαίνεις από τη στιγμή που ασχολείσαι με αυτό το πράγμα…»
-Το όνειρο ή αν θες οι φιλοδοξίες του προπονητή Λάκοβιτς ποιες είναι; Να βρεθείς για παράδειγμα στην EuroLeague ή ακόμα και στο ΝΒΑ όπου έχει συμμετάσχει σε προπονητικά τιμ κατά τη διάρκεια των Summer Leagues;
«Ναι όντως έχω πάρει μέρος σε Summer League. Πώς να το χαρακτηρίσω; Δεν ξέρω αν είναι όνειρο ή φιλοδοξία, αλλά ναι. Ως προπονητής θα ήθελα να φτάσω στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Όμως την ίδια στιγμή θέλω να δουλεύω καλά και να έχω διάρκεια σε ένα project. Το να υπάρχει σταθερότητα, σημαίνει πολλά για εμένα. Και γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε, αποφάσισα να επεκτείνω το συμβόλαιό μου με την Ουλμ. Μου αρέσει το πώς δουλεύει η ομάδα, οι συνθήκες που επικρατούν, η σταθερότητα που υπάρχει όπως και η διάρκεια στην δουλειά που κάνουμε. Αυτή τη στιγμή είμαι 100% συγκεντρωμένος στην Ουλμ αλλά σίγουρα η φιλοδοξία και το κίνητρό μου είναι να κοουτσάρω στο υψηλότερο επίπεδο».
-Επιστρέφεις λοιπόν στο ΟΑΚΑ. Είναι περίεργο το γεγονός ότι θα είσαι στο ίδιο γήπεδο ως προπονητής και όχι ως παίκτης;
«Δεν θα το έλεγα. Όχι. Και θα σου πω το γιατί. Είχα παίξει στην Μπαρτσελόνα και επισκέφθηκα το Palau Blaugrana ως βοηθός προπονητή στην Μπιλμπάο και στην Μπανταλόνα. Οπότε δεν ένιωσα κάτι το περίεργο. Ναι γνωρίζει το μέρος και τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί και γενικά το κλαμπ, αλλά στο τέλος της ημέρας είσαι επαγγελματίας και πρέπει να κάνεις την δουλειά. Και αυτό είναι που μετράει περισσότερο».
-Θα βρεθείς στο ΟΑΚΑ για το τουρνουά «Παύλος Γιαννακόπουλος». Τι έχεις να θυμάσαι από εκείνον από τη θητεία σου στον Παναθηναϊκό;
«Μόνο καλά πράγματα. Ο κύριος Παύλος έχτισε αυτήν την ομάδα για να είναι μία από τις καλύτερες ομάδες, αν όχι η καλύτερη, της Ευρώπης. Όταν ακούς το όνομα του μπασκετικού Παναθηναϊκού, αμέσως καταλαβαίνεις ότι πρόκειται για επιτυχίες, καλό μπάσκετ και έναν εξαιρετικό οργανισμό. Και αυτό είναι απόρροια της δουλειάς και της αγάπης των Παύλου και Θανάση Γιαννακόπουλου. Όλης της οικογένειας Γιαννακόπουλων. Έδωσε τα πάντα για αυτήν την ομάδα. Και γι’ αυτό έγινε τόσο θρυλική!»
-Αν σου έλεγα να ανασύρεις τις αναμνήσεις σου από τους Παύλο και Θανάση Γιαννακόπουλο, τι θα έλεγες;
«Ήταν δύο άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονταν πάντα δίπλα στην ομάδα. Πολλές φορές έρχονταν να μας δουν στην προπόνηση, να μας μιλήσουν, να μας χαιρετήσουν και να δείξουν ότι νοιάζονται. Τόσο συνολικά για την ομάδα, όσο και για κάθε παίκτη ξεχωριστά. Και ξέρεις, όταν συμβαίνει αυτό, είναι πολύ σημαντικό για τους παίκτες. Νιώθουν ασφάλεια.»
-Ας γυρίσουμε στο καλοκαίρι του 2002. Ύστερα από μια εξαιρετική χρονιά που είχες κάνει στην EuroLeague με την ΚΡΚΑ Νόβο Μέστο, δέχθηκες τη πρόταση του -τότε- πρωταθλητή Ευρώπης μετά την κατάκτηση του τροπαίου στην Μπολόνια. Θυμάσαι τι είχε συμβεί τότε και πώς είχες καταλήξει στον Παναθηναϊκό;
«Δεν έκανα εγώ τις επαφές, αλλά ήταν δουλειές που κάνουν οι ατζέντηδες και οι ομάδες. Όμως μόλις άκουσα ότι υπάρχει ενδιαφέρον από τον πρωταθλητή Ευρώπης, σίγουρα με τιμούσε ιδιαίτερα. Άλλωστε προερχόμουν από μια μικρή ομάδα της Σλοβενίας και ήταν ένα τεράστιο βήμα για την καριέρα μου να πάω στον Παναθηναϊκό. Μια μεγάλη ευκαιρία. Εκεί έμαθα πώς είναι το μπάσκετ στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο. Ήταν μια μεγάλη εμπειρία και μια απόφαση που πήρα δίχως δεύτερη σκέψη».
-Τι έχεις κρατήσει περισσότερο από τα τέσσερα χρόνια σου στην Ελλάδα; Τι έχεις να θυμάσαι περισσότερο;
«Οι περισσότερες αναμνήσεις μου από τον Παναθηναϊκό είναι πολύ καλές. Όπως σου είπα ήμουν ένα νέο παιδί που μάθαινε το μπάσκετ στο υψηλότερο επίπεδο σε μια από τις καλύτερες ομάδες στην Ευρώπη. Οπότε μόνο καλά πράγματα έχω να θυμάμαι στην Ελλάδα. Από τη ζωή και την καθημερινότητα, μέχρι το μπάσκετ. Η χημεία μας ήταν φοβερή. Είχαμε εξαιρετική ομάδα, βρέθηκα ανάμεσα σε φοβερούς παίκτες, όλοι επαγγελματίες ενώ πάντα μας περιέβαλλε η αγάπη της οικογένειας Γιαννακόπουλων».
-Τι είναι αυτό που σου έχει λείψει περισσότερο από την Ελλάδα;
«Όταν είσαι επαγγελματίας και παίζεις σε τόσο υψηλό επίπεδο, έχεις πάρα πολλές υποχρεώσεις. Οπότε δεν προλαβαίνεις να κάνεις πολλά πράγματα για να πεις ότι σου έλειψε κάτι συγκεκριμένα. Όμως σίγουρα μου έχει λείψει η Αθήνα ως πόλη, αλλά και η ομάδα που είχαμε, οι επιτυχίες που κάναμε και το δέσιμο που υπήρχε εντός και εκτός παρκέ. Έκανα δυνατές φιλίες και προσπαθώ να κρατάω επαφή με όλους. Στην δουλειά μας είσαι τόσο απασχολημένος κάθε μέρα με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνουν να σου λείψουν κάποια πράγματα που σου άρεσαν».
-Με πρόλαβες. Αυτό ήθελα να σε ρωτήσω. Αν έχεις κρατήσει επαφές με κάποιους ανθρώπους από την Ελλάδα…
«Ναι βέβαια. Έχω φίλους με τους οποίους μιλάω και είναι εκτός Παναθηναϊκού. Και όχι μόνο. Βέβαια τα πράγματα στον Παναθηναϊκό έχουν αλλάξει και δεν υπάρχουν οι ίδιοι άνθρωποι με τους οποίους είχα συνυπάρξει. Οπότε δεν τους γνωρίζω. Εξαίρεση φυσικά οι Αλβέρτης, Καλαϊτζής και Διαμαντίδης με τους οποίους ανταλλάζουμε απόψεις, μιλάμε για το παρόν και τις ζωές μας, ενώ μοιραζόμαστε τις αναμνήσεις μας κάθε φορά που βρισκόμαστε. Είναι πολύ όμορφο που θα τους δω και πάλι».
-Μου έδωσες την ασίστ… Πώς σου φαίνεται που βλέπεις αυτούς τους τρεις ανθρώπους που ανέφερες να βρίσκονται σε διοικητικό πόστο στον Παναθηναϊκό;
«Θεωρώ ότι είναι πολύ καλό για την ομάδα. Είναι πολύ θετικό να υπάρχουν αυτά τα παιδιά και να αποτελούν μέλη του οργανισμού του Παναθηναϊκού. Έδωσαν τα πάντα για την ομάδα. Βοήθησαν πάρα πολύ ώστε να φτάσει ο Παναθηναϊκός σε αυτό το επίπεδο και να είναι τόσο πετυχημένος στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Και είναι πολύ όμορφο να μένουν δίπλα στην ομάδα και να βοηθούν με την εμπειρία τους τον οργανισμό ώστε να είναι πετυχημένος».
-Το 2005 βρέθηκες με τον Παναθηναϊκό στο Final 4 της Μόσχας αλλά για λεπτομέρειες δεν προκριθήκατε στον τελικό ώστε να διεκδικήσετε το τρόπαιο. Βέβαια κατέκτησες την EuroLeague πέντε χρόνια αργότερα με την Μπαρτσελόνα. Παρόλα αυτά, εκείνη η απώλεια του τροπαίου, σε είχε πληγώσει;
«Σίγουρα όταν χάνεις πληγώνεσαι. Όμως με τον Παναθηναϊκό, κερδίσαμε πολύ περισσότερα απ’ όσα χάσαμε. Όπως εκείνον τον ημιτελικό στη Μόσχα. Όμως ως επαγγελματίας μπασκετμπολίστας πρέπει να προχωράς μπροστά. Να κοιτάς το επόμενο ματς των playoffs και τον επόμενο τελικό. Όλα αυτά πρέπει να τα αφήνεις πίσω σου και να ψάχνεις για καταστάσεις ώστε να βελτιώνεσαι και να γίνεσαι καλύτερος».
-Είπες ότι κέρδισες πολλά περισσότερα απ’ όσα έχασες με τον Παναθηναϊκό. Θα μπορούσες να κάνεις κάποια διάκριση όσον αφορά τους τίτλους που κατέκτησες;
«Όπως σου είπα ήμασταν πετυχημένοι. Και όλοι οι τίτλοι που κατακτήσαμε ήταν ιδιαίτεροι. Καθένας ήταν και ξεχωριστός. Τον γιορτάζεις με τους παίκτες, το προπονητικό τιμ, το σταφ, με όλους. Και για να φτάσεις στο σημείο να τον κατακτήσεις, σημαίνει ότι έχεις βάλει πολλή δουλειά μέχρι να τα καταφέρεις. Οπότε όλοι έχουν τη δική τους σημασία. Μου είναι δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιον τίτλο».
-Επί τέσσερα συναπτά έτη έπαιξες υπό τις οδηγίες των Ζέλικο Ομπράντοβιτς και Δημήτρη Ιτούδη. Υπάρχουν στοιχεία που έχεις κρατήσει και τα έχεις βάλει και στην δική σου προπονητική φιλοσοφία;
«Μιλάμε για δύο από τους καλύτερους προπονητές στην Ευρώπη. Πάρα πολύ πετυχημένους. Το να δουλεύεις μαζί τους μαθαίνεις πάρα πολλά. Πρώτα απ’ όλα ως παίκτης. Στη συνέχεια προσπαθείς να θυμηθείς όλα όσα σου άρεσαν. Και μιλώντας προσωπικά έχω μάθει, θυμάμαι και έχω κρατήσει πολλά πράγματα τα οποία κάναμε στον Παναθηναϊκό τα οποία και προσαρμόζω στην δική μου φιλοσοφία. Μαζί με τον coach Ιτούδη δούλευαν από το πρωί έως το βράδυ και είχαν τεράστια εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον.»
-Το καλοκαίρι του 2006 αποφάσισες να αποχωρήσεις από τον Παναθηναϊκό. Τι έγινε και έφυγες τότε;
«Ήταν μια απόφαση που πήρα τη δεδομένη χρονική στιγμή. Εκείνο το καλοκαίρι επέλεξα να πάω στην Μπαρτσελόνα. Δεν υπάρχει κάποια εξήγηση. Απλά ήθελα να πάω να παίξω σε μια άλλη κορυφαία ομάδα και δη στο καλύτερο πρωτάθλημα στην Ευρώπη, το οποίο ήταν το ισπανικό. Ήθελα να διακριθώ και σ’ αυτήν την ομάδα και σε αυτή τη λίγκα. Ήταν ένα νέο κίνητρο για μένα. Μια νέα φιλοδοξία. Οπότε πήρα την απόφαση και πήγα…»
-Και έκτοτε δημιουργήθηκε μια παρεξήγηση με τον coach Ομπράντοβιτς…
«Ναι η αλήθεια είναι ότι η απόφαση που πήρα δεν άρεσε σε κάποιους ανθρώπους. Όμως ήταν η δική μου απόφαση. Όμως το πώς πήρε κάποιος την δική μου απόφαση, δεν είναι δικό μου θέμα. Εγώ απλά πήρα μια απόφαση με την οποία ένιωθα καλά. Πήγα σε ένα άλλο μεγάλο κλαμπ όπου προσπάθησα να κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα τη δουλειά μου. Και όπως φάνηκε είχα επιτυχία και στην Μπαρτσελόνα διότι και πάλι κατακτήσαμε περισσότερα απ’ όσα χάσαμε. Εξάλλου είχα και αυτό το κίνητρο που σου είπα προηγουμένως. Η πρόκληση του να βρίσκομαι στο καλύτερο πρωτάθλημα της Ευρώπης. Φυσικά και στην Μπαρτσελόνα έχω εξαιρετικές αναμνήσεις. Πέρασα 10 χρόνια σε δύο από τις κορυφαίες ομάδες».
-Μάλιστα υπάρχει περίπτωση να αντιμετωπίσεις τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς ανάλογα με τα αποτελέσματα των αγώνων. Μπορεί να είσαι εσύ στον έναν πάγκο και εκείνος στον άλλον. Σου δίνει επιπλέον κίνητρο;
«Για να είμαι ειλικρινής, είμαι αφοσιωμένος στην δική μου ομάδα ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο ανταγωνιστική. Η Εφές, ο Παναθηναϊκός και η δυνατή Παρτίζαν βρίσκονται σε άλλο επίπεδο από εμάς αλλά θα δώσουμε τα πάντα ώστε να είμαστε ανταγωνιστικοί. Όσο για τον εαυτό μου δεν ανταγωνίζομαι τον Αταμάν, τον Ομπράντοβιτς ή τον Πρίφτη. Απλά κοουτσάρω την ομάδα μου ώστε να είμαστε καλοί. Άλλωστε και για μας πρόκειται για ένα πολύ δυνατό τεστ καθώς είναι τα δύο τελευταία παιχνίδια μας την preseason.»
-Ποιοι είναι οι φετινοί στόχοι της ομάδας σου;
«Είχαμε ένα δύσκολο καλοκαίρι και λόγω του κορονοϊού το μπάτζετ μας δεν είναι και τόσο υψηλό. Εμείς θέλουμε να έχουμε την καλύτερη δυνατή ομάδα και να είμαστε ανταγωνιστικοί στο EuroCup. Και μακάρι να προκριθούμε στην επόμενη φάση. Όμως η μεγάλη προσήλωση θα είναι στο γερμανικό πρωτάθλημα όπου θα προσπαθήσουμε να μπούμε στα playoffs.»
-Αν είχες τη δυνατότητα να μπεις σε μια μηχανή του χρόνου ώστε να δώσεις ξανά ένα παιχνίδι. Ποιο θα ήταν αυτό;
«Δύσκολη ερώτηση και δύσκολο να διαλέξω μόνο ένα! Όμως εντάξει. Θα επιλέξω το 3ο παιχνίδι των προημιτελικών Παναθηναϊκός-Ταού στο ΟΑΚΑ. Τότε που χάσαμε την ευκαιρία να προκριθούμε στο Final 4 της Πράγας. Και θα πω και ένα ακόμα. Τον ημιτελικό του Eurobasket 2009 απέναντι στην Σερβία, όταν και βρεθήκαμε κοντά στην πρόκριση τελικό αλλά είχαμε χάσει στην παράταση».
-Θα έβαζα στοίχημα ότι θα μου έλεγες τον προημιτελικό του 2007 στη Μαδρίτη όταν και κερδίζατε την Ελλάδα με 12 πόντους στα 2.30 πριν από το τέλος, αλλά στη συνέχεια έγινε η μεγάλη ανατροπή…
«Ναι και αυτή ήταν μια άσχημη ήττα για μας και ειδικά με τον τρόπο που ήρθε. Όμως σε εκείνο το ματς με τη Σερβία είχαμε τη νίκη στο τσεπάκι μας. Χάσαμε στην παράταση και την ευκαιρία για το μετάλλιο».
–Πάντως στο Eurobasket του 2017 κατάφερες να κατακτήσεις το χρυσό ως assistant coach του Ιγκόρ Κοκόσκοφ…
«Ναι ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία. Να εκπροσωπείς τη χώρα σου στο υψηλότερο επίπεδο και να κατακτάς το χρυσό μετάλλιο. Πραγματικά είχαμε πολύ καλή ομάδα. Γκόραν Ντράγκιτς, Λούκα Ντόντσιτς, Κλέμεν Πρέπελιτς, Μπλάζιτς. Βίντμαρ. Μπορώ να τους πω όλους. Πραγματικά είχαμε ρίξει πολλή δουλειά σ’ εκείνη τη διοργάνωση. Τόση που δεν είχαμε αντιληφθεί όσοι ήμασταν στο προπονητικό τιμ, τι πραγματικά είχαμε καταφέρει. Μας πήρε δύο εβδομάδα μέχρι να το συνειδητοποιήσουμε».
–Μίλησες για τον Λούκα Ντόντσιτς. Πότε κατάλαβες ότι αυτό το παιδί θα γίνει superstar;
«Την πρώτη φορά που τον είδαμε και είχαμε την ευκαιρία να τον προπονήσουμε, καταλάβαμε αμέσως ότι πρόκειται για έναν πολύ σπουδαίο παίκτη. Ευφυέστατος στο παρκέ, ένας παίκτης που μπορεί να κάνει τα πάντα, δίνοντας τρομερή ενέργεια. Από τόσο μικρή ηλικία μπόρεσε να ηγηθεί της εθνικής ομάδας της χώρας του. Χάρη στην ποιότητά του και στο ταλέντο του. Είχε από τότε στοιχεία ηγέτη.»
-Κλείνοντας, μιας και έρχεσαι στην Ελλάδα, τι θα ήθελες να πεις στους φίλους του Παναθηναϊκού;
«Είναι γεγονός ότι οι φίλοι του Παναθηναϊκού είναι από τους καλύτερους σε όλη την Ευρώπη. Βρίσκονται πάντα στο πλευρό της ομάδας τους και την στηρίζουν ανεξαρτήτως αποτελεσμάτων. Είτε έχει καλές μέρες, είτε κακές μέρες. Είναι πάντα εκεί. Και είναι κάτι που θυμάμαι έντονα από την παρουσία μου στον Παναθηναϊκό. Και εμένα με στήριζαν συνέχεια στα τέσσερα χρόνια που αγωνίστηκα εκεί. Και είναι πολύ όμορφο για έναν παίκτη να νιώθει έτσι. Και είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίσουν έτσι…»