Ράτζα: «O Πιτίνο είναι ο λόγος που έφυγα από τους Μπόστον Σέλτικς»

    Ο Ντίνο Ράτζα μίλησε για τα όσα έζησε και πέρασε στην Ελλάδα, την μεταγραφή στον Παναθηναϊκό που έγινε χάρη στο… σκριν του Ρικ Πιτίνο, αλλά και οι ατάκες του Φραγκίσκου Αλβέρτη που δεν θα ξεχάσει ποτέ.

    – Η πρόσληψη του Ρικ Πιτίνο από τους Μπόστον Σέλτικς συνέπεσε με την αποχώρησή σου από την ομάδα. Σκέφτεσαι ακόμη όσα έγιναν τότε;

    “Είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο έφυγα από τους Μπόστον Σέλτικς. Κανένας άλλος! Δεν θέλω να μιλήσω για εκείνον, είναι ψεύτης. Μου είπε ψέματα μες στα μούτρα μου. Ήμουν 30 χρονών τότε, ένας από τους καλύτερους παίκτες της ομάδας. Αντιλαμβάνομαι απόλυτα ότι όλα είναι business και ότι ουδείς είναι αναντικατάστατος, πως όλοι σκέφτονται τις αλλαγές και τις διαφοροποιήσεις στο ρόστερ. Ειδικά όταν έρχεται ένας νέος προπονητής. Νομίζω όμως ότι άξιζα να ξέρω την αλήθεια τότε, για το τι θα γίνει και ποιος είναι ο σχεδιασμός αναφορικά με εμένα. Όχι να μου λέει ένα πράγμα και μετά να γίνεται κάτι άλλο. Ο Ρικ Πιτίνο είναι λόγος που έφυγα από τους Μπόστον Σέλτικς τότε.

    – Έχετε ξαναμιλήσει από τότε;

    “Όχι, κι ούτε σχεδιάζω να του μιλήσω ποτέ”.

    – Η ζωή τα έφερε βέβαια έτσι, που εν τέλει ολοκληρώθηκε η πορεία σου στο ΝΒΑ και υπέγραψες συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό. Όλα για κάποιο λόγο γίνονται…

    “Ήταν καλή απόφαση για μένα να φύγω τότε, έτσι αποδείχθηκε στην πράξη. Η καριέρα μου στην Ελλάδα ήταν σπουδαία και πέρασα μερικά υπέροχα χρόνια της ζωής μου εκεί. Γνώρισα τόσο σπουδαίους ανθρώπους, οι συμπαίκτες μου ήταν εξαιρετικοί ως χαρακτήρες και κέρδισα πάρα πολλά. Δεν ξεχνάω επίσης πόσο με αγάπησε ο κόσμος, τόσο του Παναθηναϊκού όσο και του Ολυμπιακού. Ένιωθα πάντοτε τη ζεστασιά και την αγάπη όλων, ακόμη κι όταν πήγαινα έξω για να φάω ή να πιω έναν καφέ”.

    – Πώς πήρες όμως την απόφαση να υπογράψεις στον Παναθηναϊκό; Τι ήταν αυτό που σε έπεισε;

    “Ο Πίξι (Λευτέρης Σούμποτιτς) ήταν ο βασικότερος λόγος που πήγα στον Παναθηναϊκό. Τον ήξερα από πριν, είχαμε εξαιρετική σχέση. Με πήρε τηλέφωνο μόλις έμαθε ότι φεύγω από τους Μπόστον Σέλτικς και μου είπε ότι φτιάχνει μια καλή ομάδα, που θέλει να κατακτήσει τίτλους και να αφήσει το στίγμα της. Χρειαζόταν λοιπόν έναν παίκτη, μια προσωπικότητα για να “τραβήξει” και τους άλλους. Μου είπε ότι είμαι ένας σπουδαίος λόγος για να γίνει κάτι τέτοιο και νομίζω ότι στην πράξη δικαιώθηκαν όλοι. Ήμουν πολύ πρόθυμος να πολεμήσω για να κατακτήσω τίτλους. Ο Παναθηναϊκός την στιγμή που εμφανίστηκε, ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για μένα. Είμαι πολύ χαρούμενος που φόρεσα αυτή τη φανέλα και νιώθω δικαιωμένος για την απόφαση που πήρα”.

    – Είχες εικόνα τότε τι είναι ο Παναθηναϊκός; Που βαδίζει ως ομάδα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο;

    “Να σου είμαι ειλικρινής, δεν ήξερα πάρα πολλά. Ο Πίξι μού εξήγησε τα πάντα και επί της ουσίας έκανε πολύ εύκολη την απόφασή μου. Μιλήσαμε, μου ανέλυσε το πλάνο και θα σου ξαναπώ ότι εκείνος ήταν ο βασικότερος λόγος που πήγα στον Παναθηναϊκό. Όταν έχεις φίλους που ξέρεις για χρόνια και σέβεσαι την άποψή τους, τότε όλα είναι πιο εύκολα. Τους εμπιστεύεσαι και προχωράς. Αυτό έκανα κι εγώ”.

    – Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή απ’ ότι με τον Ρικ Πιτίνο.

    “Ναι, καμία σχέση. Μιλάμε για τα δύο άκρα”.

    – Ποιο παιχνίδι θα ξεχώριζες ως το καλύτερό σου με τη φανέλα του Παναθηναϊκού; Μοιραία θα σου πω ότι οι πιο πολλοί μπορεί να σκεφτούν τον πέμπτο τελικό του πρωταθλήματος με τον Ολυμπιακό το 1999.

    (γελάει) Δεν μου κάνει καμία εντύπωση αυτό. Είναι λογικό, γιατί καταφέραμε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει. Αν ρωτάς εμένα όμως, θα πάω ένα χρόνο νωρίτερα, στους τελικούς με τον ΠΑΟΚ. Θα επέλεγα τον τρίτο τελικό του 1998 (σ.σ.: σε εκείνο το παιχνίδι είχε 13 πόντους, 12 ριμπάουντ, 4 κλεψίματα και 3 μπλοκ σε 38’05”). Θυμάμαι ότι είχα κάνει πολύ μεγάλη εμφάνιση, καταφέραμε να κερδίσουμε και ένιωθα τόσο δυνατός, που μετά το τέλος του αγώνα πήγα στον “Πίξι” και του είπα “κανονικά, πρέπει να πάρεις το βίντεο του αγώνα και να μιλήσεις σε σεμινάρια για το πώς παίζεται η θέση του ψηλού, με αυτά που έκανα απόψε”. Ήταν τρομερό παιχνίδι. Και μην ξεχνάμε ότι τότε παλεύαμε για να πάρουμε το πρώτο πρωτάθλημα για τον σύλλογο μετά από πάρα πολλά χρόνια. Εκείνη η σειρά τελικών ήταν απολαυστική, είχαμε απέναντι μια σπουδαία ομάδα, από την οποία ξεχώριζε ο Πέτζα Στογιάκοβιτς. Εκείνοι οι αγώνες ήταν ένα σπουδαίο παράδειγμα για το πόσο επηρεάζουν οι προπονητές την εξέλιξη ενός αγώνα. Φυσικά κι οι παίκτες παίζουν ρόλο με όσα κάνουν στο γήπεδο, αλλά στέκομαι κυρίως στην άμυνα που παίξαμε. Αυτό που παρουσιάσαμε στο γήπεδο και το τι ετοίμασε ο “Πίξι” αιφνιδίασε τον ΠΑΟΚ, που δεν μπορούσε να προσαρμοστεί και να βρει μια λύση”.

    – Όταν τελείωσε ο πέμπτος τελικός του 1999 στο ΣΕΦ, ήξερες ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο σου παιχνίδι με τη φανέλα του Παναθηναϊκού;

    “Όχι, γιατί είχα ακόμη ένα χρόνο στο συμβόλαιό μου. Ήταν απόφαση της ομάδας να φύγω, δεν ήταν κάτι που βρισκόταν στον δικό μου έλεγχο”.

    – Εσύ, ήθελες να μείνεις;

    “Δεν εξαρτιόταν από μένα, οπότε τι να σου πω; Είμαι της άποψης πως δεν μπορείς να κάθεσαι και να ασχολείσαι με πράγματα που δεν μπορείς να επηρεάσεις, που δεν εξαρτιώνται από σένα. Όταν έχεις την μπάλα στα χέρια και πρέπει να την βάλεις στο καλάθι, είσαι υπεύθυνος για το αποτέλεσμα. Αν στεναχωρήθηκα που έφυγα; Ναι, αλλά από την άλλη, αυτή η απόφαση της διοίκησης μού έδωσε την ευκαιρία να παίξω για τη Ζαντάρ και τον Ολυμπιακό και να ζήσω αντίστοιχα σπουδαίες στιγμές. Ακόμη και σήμερα, σκέφτομαι ότι εκείνα τα χρόνια, όσα πέρασα σε αυτές τις τρεις ομάδες, με μεγάλωσαν και μου έδωσαν σπουδαίες εμπειρίες”.

    – Είπες ότι ταίριαξες βάσει του mentality. Σημαντικό κι αυτό για να “δεθείς” τόσο πολύ.

    “Ναι, έτσι είναι. Θα σου πω ότι η μεγαλύτερη ικανοποίηση για μένα και την παρουσία μου στον Παναθηναϊκό, για παράδειγμα, ήρθε δέκα χρόνια αφότου έφυγα από την ομάδα. Είχα δει τον Φραγκίσκο (Αλβέρτη) κάπου, δεν θυμάμαι τώρα ακριβώς το πού, και μιλήσαμε. Μου είπε “φίλε, όταν ήρθες νόμισα ότι ήσουν τρελός. Στις προπονήσεις πετούσες τα μπουκάλια και τις μπάλες στην εξέδρα, όταν εκνευριζόσουν. Δεν σε καταλάβαινα απόλυτα τότε. Νόμιζα ότι ήσουν τρελός, αλλά μετά κι εγώ και τα άλλα παιδιά καταλάβαμε τον επαγγελματισμό σου και το πάθος σου για να είναι όλα τέλεια. Το ελληνικό μπάσκετ έμαθε πολλά από σένα. Βοήθησες πάρα πολύ για να γίνουμε καλύτεροι παίκτες και πρωταθλητές“. Ξέρεις, αυτές οι κουβέντες είναι σπουδαίες, έχουν μείνει στο μυαλό μου. Έπαιξα τότε με τον Φραγκίσκο Αλβέρτη, τον Νίκο Οικονόμου, τον Νίκο Μπουντούρη και πολλούς άλλους σπουδαίους παίκτες από την Ελλάδα”.

    – Αντίστοιχα συμβουλευτικό ρόλο έχεις τώρα, στην κροατική ομοσπονδία. Τι είναι πιο δύσκολο; Να παίζεις ή να συμβουλεύεις;

    “Πολύ πιο δύσκολο αυτό που κάνω τώρα, δεν συγκρίνεται. Όταν είσαι παίκτης, είσαι υπεύθυνος μόνο για τον εαυτό σου, οι αποφάσεις που παίρνεις επηρεάζουν μόνο εσένα. Τώρα, που πρέπει να συμβουλεύω τα νεαρά παιδιά των εθνικών ομάδων και να τους μιλάω, δεν ξέρω πώς μπορούν να εξελιχθούν τα πράγματα. Οι παίκτες ακούνε πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους, επηρεάζονται από διάφορα. Οι αποφάσεις που παίρνουν δεν επηρεάζονται μόνο από το τι θα πω εγώ ή τι συμβουλή θα τους δώσω. Κι αυτό είναι το πιο δύσκολο”.

    Πηγή: Sport24.gr