Τσαρτσαρής: «Με τον Διαμαντίδη δεν κοιμόμασταν από την πίεση κι ας είχαμε κατακτήσει τα πάντα»

    O Kώστας Τσαρτσαρής παραχώρησε μια συνέντευξη στο Gazzetta, μιλώντας για την ενασχόληση του με τον αθλητισμό, αλλά και τις την περίοδο του στον Παναθηναϊκό.

    Διαβάστε όλη την συνέντευξη:

    Τι θυμάσαι όταν γυρίζεις τον εαυτό σου πίσω στην εποχή που ζούσες στην Βέροια;

    «Παιδικά χρόνια γεμάτα αθλητισμό! Είτε αυτό είχε να κάνει με ποδόσφαιρο στην αυλή του σχολείου ή στην γειτονιά, είτε με μία αυτοσχέδια σιδερένια μπασκέτα που είχε φτιάξει ο θείος μου, που ασχολούνταν με την σιδηρουργία. Η πλάκα ήταν ότι την κρεμούσα σε ένα κάγκελο, με αποτέλεσμα να κατεδαφίζεται όταν το σουτ δεν έμπαινε άγγιχτο και έκανε τον κακό χαμό στην γειτονιά! Έπαιξα και βόλεϊ, έκανα και στίβο και συγκεκριμένα άλμα εις ύψος με διακρίσεις, ασχολήθηκα και με το παραδοσιακό άθλημα της πόλης, το χάντμπολ, στο οποίο αποδείχτηκε ότι ήμουν καλός… Και λόγω του ύψους και της αθλητικότητας που είχα, αλλά και της εύκολης αφομοίωσης των καταστάσεων που χαρακτήριζαν τον αθλητισμό…»

    Και πως δεν ασχολήθηκες πιο σοβαρά με αυτό;

    «Λόγω ενός περίεργου περιστατικού! Σε μία προπόνηση έπεσα κατά λάθος πάνω σε ένα συνομήλικο αλλά πολύ πιο μικρόσωμο παιδί, το οποίο υπέστη διάσειση! Φοβήθηκα τόσο πολύ που σηκώθηκα κι έφυγα! Οπότε το χάντμπολ τελείωσε για μένα εκείνη την ημέρα…»

    Η ζωή σου ήταν γεμάτη αθλητισμό, απ’ ότι καταλαβαίνω…

    «Κατά 80%! Το υπόλοιπο 20% ήταν κοινωνική ζωή και λίγο… σχολείο! Πιο πολύ με το μπάσκετ ασχολούμουν, βέβαια… Να φανταστείς ότι είχα φτιάξει μία αυτοσχέδια μπασκετούλα με χειροτεχνία και την είχα κρεμάσει πάνω σε ένα δοκάρι κι έπαιζα συνέχεια με μπαλάκι του πινγκ-πονγκ. Συχνά-πυκνά χτυπούσε το κουδούνι και ήταν οι ένοικοι του από κάτω διαμερίσματος, οι οποίοι ήθελαν να διαμαρτυρηθούν στους γονείς μου για τον σαματά σε ώρα κοινής ησυχίας!»

    Το μπάσκετ πότε μπήκε πιο οργανωμένα στην ζωή σου, με την έννοια της στόχευσης;

    «Από την 1η γυμνασίου και μετά. Αν και ακόμη δεν είχα γραφτεί σε κάποιον σύλλογο, αποφάσισα να πάω στο αθλητικό γυμνάσιο που υπήρχε τότε στην Βέροια. Πέρασα τις απαραίτητες εξετάσεις δεξιοτήτων, με ευνοούσε πολύ και ο ψηλός και μακρύς σωματότυπος μου και μπήκα στην λογική των καθημερινών προπονήσεων. Πολύ γρήγορα άρχισα να ξεχωρίζω, οπότε στην δευτέρα γυμνασίου, πήρα την απόφαση να ενταχθώ στην Γ.Ε. Βέροιας, που τώρα λέγεται Α.Ο.Κ. Τα πρώτα δύο χρόνια που έπαιξα στο παιδικό, έκανα εξαιρετικές εμφανίσεις, θυμάμαι έβαζα 50-60 πόντους και μάλιστα με διαφόρους τρόπους και ως επιβράβευση, κλήθηκα αρκετές φορές στις μικτές ομάδες της περιφέρειας της Μακεδονίας. Το μεγάλο μου μειονέκτημα, σύμφωνα με τους περισσότερους προπονητές εκείνης της εποχής, ήταν ότι ήμουν τρομερά αδύνατος!»

    Σε ενοχλούσε τότε αυτό;

    «Σίγουρα! Απλά τώρα που βλέπω το μπάσκετ μέσα από τα μάτια του προπονητή, το καταλαβαίνω περισσότερο. Ωστόσο, δεν αφορίζω κανένα αδύνατο πλην όμως ταλαντούχο παιδί, γιατί ξέρω πως ήμουν εγώ…»

    Η συνέχεια τι περιελάμβανε;

    «Στο Λύκειο μεταπήδησα στον Φίλιππο Βέροιας, όπου πήρα τις πρώτες μου συμμετοχές στην Γ’ Εθνική με την ανδρική ομάδα. Κάπως έτσι έφτασα να τελειώσω το σχολείο και να εξετάζω ποια θα ήταν η επόμενη μέρα μου…»

    Με συγχωρείς, αλλά η εύλογη απορία που μου έρχεται αυτομάτως στο μυαλό, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την μετέπειτα πορεία σου, είναι πως ένα παιδί με τα δικά σου χαρακτηριστικά και με ύψος πάνω από 2,05 τότε, δεν είχε κληθεί σε καμία μικρή Εθνική ομάδα…

    «Όπως σου είπα και πριν στις μικτές των Ενώσεων είχα κληθεί. Από ‘κει και πέρα, είχα συμμετάσχει σε κάποιες προπονήσεις στην Θεσσαλονίκη με τον Λάκη Τσάβα στο κλιμάκιο της Εθνικής παίδων, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτε παραπάνω…»

    Θέλω να πω ότι στο ελληνικό μπάσκετ, «συστήθηκες» ερχόμενος από την Ισλανδία;

    «Ουσιαστικά ναι! Το όνομά μου σίγουρα είχε βρεθεί στους καταλόγους της ομοσπονδίας, αλλά όχι με την μορφή κάποιας διεθνούς συμμετοχής. Το παράδοξο, βέβαια, ήταν ότι τότε το αναπτυξιακό πρόγραμμα λειτουργούσε και υπήρχαν πολλοί προπονητές που έρχονταν στα γήπεδα για να παρακολουθήσουν τους παίκτες που ξεχώριζαν. Δηλαδή τα παιδιά από την επαρχία, είχαμε τις ευκαιρίες μας για να δείξουμε τι μπορούμε να κάνουμε, δεν ήμασταν παρατημένα στο έλεος… Κι αυτή του είδους η οργάνωση, ασχέτως αν στην δική μου την περίπτωση δεν έπαιξε ρόλο, βοήθησε αρκετούς παίκτες από ομάδες εκτός των αστικών κέντρων, να κληθούν στις Εθνικές ομάδες και να στρέψουν πάνω τους το ενδιαφέρον της παραγωγικής διαδικασίας.»

    Στην γενιά σου, πάντως, μαζί με σένα υπήρχαν κι άλλοι παίκτες που στην συνέχεια έκαναν τεράστια καριέρα, όπως ο Διαμαντίδης και ο Παπαλουκάς, που δεν κλήθηκαν ποτέ στην Εθνική παίδων ή στην αντίστοιχη των εφήβων κι έπαιξαν κατευθείαν στην νέων ή στην ανδρών…

    «Εννοείται! Κι αυτά είναι ίσως τα πιο τρανά παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι μικρές Εθνικές ομάδες δεν αποτελούν πανάκεια για την μετέπειτα πορεία του εκάστοτε παιδιού που θέλει να ασχοληθεί με το μπάσκετ. Η διάκριση στις μικρές ηλικίες δεν εξασφαλίζει κανένα επαγγελματικό συμβόλαιο. Όταν ο Παπαλουκάς και ο Διαμαντίδης κλήθηκαν στην Ελπίδων και την Νέων Ανδρών αντίστοιχα, ήταν 20 χρονών και βάλε. Στην ηλικία δηλαδή που η κάνουλα των επονομαζόμενων “ταλέντων” αρχίζει να κλείνει. Πολύ απλά γιατί τα παιδιά αποφασίζουν να στραφούν κάπου αλλού…»

    Εσένα δεν σου είχε μείνει έστω ως ένα μικρό απωθημένο, το γεγονός ότι μέχρι εκείνη την ηλικία δεν είχες κληθεί;

    «Σίγουρα γιατί στο μυαλό μου η Εθνική ήταν κάτι πολύ μεγάλο! Στην πορεία, βέβαια, όταν έλαβα την πρόσκληση για την Ελπίδων, έκανα τις πρώτες προπονήσεις και συμμετείχα στα πρώτα ματς, δεν δυσκολεύτηκα να συνειδητοποιήσω ότι η μη επιλογή μου στις μικρές ηλικίες, δεν θα καθόριζε σε καμία περίπτωση αρνητικά το όποιο μέλλον θα είχα στο μπάσκετ. Ίσα-ίσα που στην δική μου την περίπτωση, λειτούργησε ως επιπλέον κίνητρο. Το μεγαλύτερο στοίχημα για μας στο νέο αναπτυξιακό πρόγραμμα που λειτουργεί εδώ και λίγους μήνες, είναι να εξηγήσουμε στα παιδιά που έχουν κληθεί στις Εθνικές ομάδες, ότι αυτή η επιλογή τους δεν τους εξασφαλίζει το μέλλον τους στο άθλημα.»

    Κλείνοντας το κεφάλαιο “Βέροια”, ποια είναι η πιο όμορφη ανάμνηση που σου έρχεται στο μυαλό, όταν γυρίζεις τον χρόνο πίσω;

    «Θυμάμαι παιχνίδια που γίνονταν στις 8 το πρωί στο κλειστό του Μαντροχωρίου κι αμέσως μετά εν μέσω βροχής και ομίχλης, να παίρνουμε το λεωφορείο για το κέντρο της πόλης και να πηγαίνουμε όλοι μαζί στην πλατεία για μπουγάτσα.»

    Πάμε σιγά-σιγά στο κομμάτι που έμελλε να σημαδέψει στο μέγιστο την καριέρα σου, υπό την έννοια ότι χρειάστηκε να παίξεις σε ένα άγνωστο κι άσημο πρωτάθλημα κοντά στον Βόρειο Πόλο, για να στρέψεις τα βλέμματα της μπασκετικής Ελλάδας πάνω σου! Κι αναφέρομαι στο πέρασμά σου από την Ισλανδία. Έχει ενδιαφέρον να μας πεις πως προέκυψε όλη αυτή η περιπέτεια…

    «Όλα ξεκίνησαν από την αρνητική τροπή που πήραν οι συζητήσεις του Φιλίππου με τον Μακεδονικό, ο οποίος με έχει φωνάξει για προπονήσεις όταν τελείωσα το εφηβικό και ενδιαφέρθηκε να με αποκτήσει για να παίξω στην Α2 Κατηγορία. Ο Δημήτρης Τσολάκης, που ήταν τότε προπονητής, είχε δώσει την συγκατάθεσή του και από ‘κει μετά, μίλησαν οι δύο διοικήσεις για να τα βρουν στο οικονομικό. Εν τω μεταξύ, είχα δοκιμαστεί αρκετές φορές από όλες τις ομάδες της Θεσσαλονίκης (σ.σ.: Άρη, ΠΑΟΚ και Ηρακλή), αλλά ποτέ δεν είχα κριθεί ικανός για το κάτι παραπάνω! Όλοι οι προπονητές με χαρακτήριζαν πολύ αδύνατο για το κορυφαίο επίπεδο! Δυστυχώς για μένα τότε και ευτυχώς όπως αποδείχτηκε στην συνέχεια, οι δύο ομάδες δεν τα βρήκαν και τελικά αποφασίστηκε να μείνω στην Βέροια και να παίξω μία χρονιά στην Γ’ Εθνική. Ζήτησα να μου δίνουν κι ένα μηνιαίο χαρτζιλίκι γιατί η οικογένειά μου δεν ήταν οικονομικά εύρωστη και όλα έδειχναν ότι θα προχωρούσαμε έτσι…»

    Τι άλλαξε;

    «Με προσέγγισε ένα ατζέντης από την Θεσσαλονίκη, ο Κώστας Κυριακίδης και μου πρότεινε – μαζί με κάποια άλλα παιδιά – να συμμετάσχω σε ένα camp στο Νιού Τζέρσι, έναντι κάποιου ποσού. Δεν είχα τίποτε να χάσω, διψούσα και για μία τόσο σπουδαία εμπειρία, οπότε μάζεψα τα χρήματα και δήλωσα συμμετοχή. Μπήκα στο αεροπλάνο, έπαθα πολλαπλά εγκεφαλικά από τον εντελώς διαφορετικό πλανήτη στον οποίο προσγειώθηκα – δεν είχα ταξιδέψει ποτέ εκτός Ελλάδας μέχρι τότε – και για λίγες μέρες προσπαθούσα να συνέλθω από το πολιτισμικό σοκ. Σκέψου ότι δεν είχα πάει ούτε στην Αθήνα και ξαφνικά βρέθηκα να κοιτάω από ψηλά τους φωτισμένους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης, καθώς το αεροπλάνο έφτανε στο αεροδρόμιο του Νιούαρκ.»

    Να υποθέσω ότι το σοκ συνεχίστηκε από την στιγμή που μπήκατε στο γήπεδο;

    «Με το καλησπέρα μπήκαμε στα βαθιά! Τρεις προπονήσεις την ημέρα, πολύ τρέξιμο και σε γενικές γραμμές πλήρης σωματική διάλυση. Έπαιξα πολύ καλά, όμως και ξεχώρισα, οπότε στο τέλος της 1ης περιόδου βγήκα MVP και μου έδωσαν υποτροφία και για την 2η περίοδο. Έφυγαν οι υπόλοιποι κι έμεινα μόνος για μία ακόμη εβδομάδα στα… κάτεργα. Μετά από 15 μέρες στην Αμερική και χωρίς να ξέρω πως να τηλεφωνήσω στους γονείς μου, ετοιμαζόμουν για τον δρόμο της επιστροφής και ήμουν προβληματισμένος για το που βαδίζω μπασκετικά. Αυτό που δεν μπορούσα να συνυπολογίσω τότε, ήταν η θετική εντύπωση που είχα κάνει σε έναν από τους προπονητές του camp, που έτυχε να ήταν ο coach της ισλανδικής ομάδας που μου πρόσφερε το πρώτο μου επαγγελματικό συμβόλαιο. Η πρόταση, μάλιστα, έγινε επί αμερικανικού εδάφους πριν “πετάξω” για Ελλάδα και συμφωνήσαμε να την σκεφτώ και να απαντήσω μετά από λίγες μέρες…»

    Ποιο ήταν το επόμενο επεισόδιο;

    «Με το που επέστρεψα στην Βέροια κι έχοντας την πρόταση από την Ισλανδία, συζήτησα με τον Φίλιππο για μία καλύτερη αμοιβή και από την στιγμή που συνάντησα αρνητικό κλίμα και δεν προχώρησε και η μετεγγραφή στον Μακεδονικό, αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου στην Γκρίνταβικ. Τόσο απλά…»

    Έψαξες καθόλου, ενημερώθηκες, διάβασες για το που θα πήγαινες;


    «Τι να ψάξω; Δεν υπήρχε internet καλά-καλά τότε! Ξέθαψα έναν άτλαντα και τρόπον τινα προσπαθούσα να δω που πέφτει η Ισλανδία. Θυμάμαι ήταν 14 Σεπτεμβρίου όταν αναχώρησα από το αεροδρόμιο με κοντομάνικο και σορτσάκι. Πρώτη στάση Όσλο και τερματικός σταθμός το Ρέϊκιαβικ.»

    Καλά συγνώμη, δεν ήξερες τι θερμοκρασία έχει στην Ισλανδία;

    «(γέλια!!!)… Που να ξέρω; Μιλάμε για 25 χρόνια πίσω! Δεν ήταν όπως τώρα που πατάς ένα κουμπί και μαθαίνεις τα πάντα σε ένα λεπτό!»

    Δεν είχες πάρει μπουφάν ή μακρυμάνικο;

    «Είχα μέσα στην βαλίτσα μου, αλλά όταν φεύγεις από τους 35 βαθμούς της Ελλάδας, ήταν δυνατόν να ντυθώ σαν… Εσκιμώος;»

    Και τι σου είπαν οι άνθρωποι που σε υποδέχτηκαν;

    «Με το που με είδαν έτσι, το πρώτο πράγμα που μου είπαν μόλις πήρα τις αποσκευές μου, ήταν να ρίξω κάτι πάνω μου! Έβαλα κάτι πιο ζεστό και μόλις βγήκα έξω, έπαθα το πρώτο σοκ! Ήταν 4-5 το απόγευμα και είχε πέσει το σκοτάδι! Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και όλος ο δρόμος για το ψαροχώρι ήταν μία απέραντη βραχώδης στέπα, μία τεράστια ευθεία που δεν έβλεπες ούτε πολλά αυτοκίνητα, ούτε και πολλή ζωή. Φτάνουμε στο σπίτι, μου είχαν ετοιμάσει μία μίνι-υποδοχή και την επομένη φεύγουμε με ένα βαν και πάμε στον βορρά για προετοιμασία. Εκεί έπαθα το δεύτερο σοκ. “Κοκομπλόκο” κανονικό! Πήγαμε σε ένα μέρος που είχε ένα γήπεδο, έναν ξενώνα και ένα εστιατόριο. Τίποτε άλλο!»

    Πως το αντιμετώπισες;

    «Για να καταλάβεις την απελπισία μου, την δεύτερη μέρα πήρα την μητέρα μου και της είπα “μάνα, δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα εδώ!”. Όπως οι περισσότερες μανάδες, μου είπε “αγόρι μου, αν δεν αντέχεις μάζεψε τα πράγματά σου κι έλα πίσω!”… Ε, λοιπόν με το που το άκουσα αυτό, με έπιασε το εγωιστικό μου και μου γύρισε ανάποδα. Έβαλα στοίχημα με τον εαυτό μου να το παλέψω κι ευτυχώς που το έκανα, γιατί στο τέλος πέρασα και πολύ καλά.»

    Το επίπεδο πως ήταν;

    «Αντίστοιχο της Α2 Κατηγορίας! Πολύ γρήγορο μπάσκετ, πολλά μακρινά σουτ, γρήγορη κυκλοφορία της μπάλας και σε γενικές γραμμές καλή οργάνωση με εξαιρετικές υποδομές.»

    Έφαγες πολύ και καλό ψάρι να υποθέσω;

    «Καλά είσαι! Άλλωστε η οικονομία της χώρας βασίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό στην αλιεία και η Ελλάδα είναι από τους σημαντικότερους προμηθευτές σε μπακαλιάρο και σολωμό.»

    Οι άνθρωποι πως είναι;

    «Εξαιρετικοί! Απλά οι καιρικές συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Αρκετό το κρύο, μεγαλύτερες οι νύχτες από τις μέρες αλλά οι άνθρωποι με αγκάλιασαν και με βοήθησαν ως εκεί που δεν παίρνει για να προσαρμοστώ και να μπορέσω να βγάλω τον καλύτερό μου εαυτό. Σαν χαρακτήρες είναι ήσυχοι, αθόρυβοι και πολύ εργατικοί από Δευτέρα έως Παρασκευή απόγευμα και από ‘κει και πέρα και για ένα διήμερο, δεν τους αναγνωρίζεις! Πίνουν πάρα πολύ και γίνονται λιώμα! Την Κυριακή αναρρώνουν και μετά φτου κι από την αρχή…»

    Πότε άρχισες να καταλαβαίνεις ότι κάτι αρχίζει να κινείται πίσω στην πατρίδα σχετικά με το όνομά σου;

    «Μία μέρα που χτύπησε το τηλέφωνό μου και στην άλλη άκρη της γραμμής, ήταν ο ομοσπονδιακός προπονητής, Θανάσης Παπαδημητρίου, ο οποίος άρχισε να με ρωτάει ποιος είμαι τι κάνω, που παίζω κλπ… Μπήκε στην διαδικασία να με βολιδοσκοπήσει, γιατί τελειώνοντας την χρονιά στην Ισλανδία, βγήκα 3ος ριμπάουντερ σε όλη την Ευρώπη και ο ατζέντης μου φρόντισε τότε να στείλει αυτό το στατιστικό στοιχείο στις εφημερίδες για να προκαλέσει θόρυβο. Ζήτησε να με δει όταν θα επέστρεφα στην Ελλάδα, του έδωσα το σταθερό του σπιτιού μου στην Βέροια και το αφήσαμε εκεί.»

    Ποια ήταν η συνέχεια;

    «Ξέχασα να σου πω ότι στο μεσοδιάστημα και πριν κάνω το ντεμπούτο μου στο ισλανδικό πρωτάθλημα, υπήρξε ένα πρόβλημα όσον αφορά στην αποστολή του letter of clearance από την ομοσπονδία. Ως κοινοτικός – τότε ήταν φρέσκος ο “νόμος Μποσμάν” – είχα το δικαίωμα να παίξω εκτός Ελλάδας, αλλά έπρεπε να κλείσω πρώτα τα 18 μου χρόνια. Οπότε έγινε μία οικονομική συναλλαγή με τον Φίλιππο για να πάρω το δελτίο μου. Στο πρώτο δίμηνο που δεν έπαιξα, λοιπόν, συμμετείχα σε μία μικτή κόσμου, μετά από σχετική πρόταση που δέχτηκα από έναν Αμερικανό προπονητή που με είχε δει στο camp του Νιου Τζέρσι.»

    Τι ομάδα ήταν αυτή;

    «Ήταν ένα σύνολο επιλέκτων, που επί το πλείστον δεν είχαν βρει συμβόλαιο και με την χορηγία της Converse θα έκανε τον γύρο της Αμερικής, δίνοντας φιλικά παιχνίδια με κολέγια. Πήρα το “ok” των Ισλανδών και έζησα μία σπουδαία εμπειρία, που μου έκανε πολύ καλό, κοντραρίστηκα με πολύ δυνατά και αθλητικά παιδιά του NCAA και διαφήμισα και το όνομά μου, γιατί ήμουν ένας από τους παίκτες που ξεχώρισαν. Μάλιστα, σε αυτή την ομάδα είχα ως συμπαίκτη και τον Ισίδωρο Κουτσό, που σήμερα βρίσκεται στο τεχνικό επιτελείο του Παναθηναϊκού και της Εθνικής ανδρών. Να φανταστείς ότι μετά από αυτή την τουρνέ, δέχτηκα προτάσεις από αρκετά πανεπιστήμια για να παίξω κολεγιακό μπάσκετ. Είχα συμβόλαιο, όμως κι έτσι όταν επέστρεψα στην ομάδα, είχε λυθεί το πρόβλημα με την συμμετοχή μου, μπήκα στους αγώνες και ολοκλήρωσα με μεγάλη επιτυχία την χρονιά.»

    Ποιο είναι το περιστατικό που δεν θα ξεχάσεις ποτέ από την εμπειρία σου στην Ισλανδία;

    «Μία εσωτερική πτήση προς την βόρεια πλευρά της χώρας σε ένα από τα πιο επικίνδυνα αεροδρόμια της γης. Η πίστα βρισκόταν ανάμεσα σε δύο βουνά και τον χειμώνα οι άνεμοι ήταν θυελλώδεις και η προσγείωση αρκετά δύσκολη. Όταν φτάναμε και νιώθαμε τις αναταράξεις, μου λένε κάποιοι συμπαίκτες ότι κάποιες φορές το αεροπλάνο δεν προσγειώνεται κι επιστρέφει στην βάση του. Θυμάμαι ότι την είχα ακούσει πολύ άσχημα τότε και εκείνη η στιγμιαία αγωνία δεν ξεχνιέται με τίποτε!»

    Κι από την Σκανδιναβία μεταφέρεσαι σε ένα ακόμη “run’n’gun”, αυτό του Γιώργου Ζευγώλη στην Καισαριανή;

    «Όχι ακριβώς! Η Νήαρ-Ηστ είχε μόλις ανέβει από την Α2 Κατηγορία, προπονητής ήταν ο συγχωρεμένος Κώστας Πολίτης και παίκτης ένας καλός μου φίλος από την Βέροια, ο Σάββας Κυριακίδης, ο οποίος και με ενημέρωσε για τις δοκιμές που έκανε το καλοκαίρι του 1998 η ομάδα της Καισαριανής. Τότε με είχαν καλέσει στην προετοιμασία της Εθνικής Ελπίδων και ήμουν στην Αθήνα. Πήγα στην προπόνηση και μετά το τέλος της, με φωνάζουν σε ένα γραφείο. Εκεί με ρώτησε ο coach Πολίτης από που προέρχομαι και με τι αντίτιμο θα μπορούσα να πάρω μετεγγραφή. Τους ενημέρωσα ότι ο Φίλιππος ζητάει 20 εκατομμύρια δραχμές κι έφυγα.»

    Και πως έγινε το deal;

    «Την επόμενη μέρα έμαθα ότι είχαν κάνει ήδη τηλεφωνήσει στην Βέροια για να εκφράσουν ενδιαφέρον και η αγοροπωλησία ολοκληρώθηκε σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, που πραγματικά δεν το πίστευα. Πριν καλά-καλά φτάσουμε στα μισά του καλοκαιριού ήμουν παίκτης της Νήαρ-Ηστ ως επιλογή του Κώστα Πολίτη. Μεγάλη υπόθεση για μένα τότε! Σκέψου ότι πήγα στο Τράπανι με την Εθνική Ελπίδων χωρίς να έχω το παραμικρό άγχος και αυτό με βοήθησε να ανεβάσω προοδευτικά την απόδοσή μου και να κάνω το καλύτερό μου παιχνίδι στο τελευταίο ματς με την Λετονία, όπου κι έβαλα 27 πόντους.»

    Οπότε γύρισες “φορτσάτος” κι έτοιμος για προετοιμασία…

    «Περίμενε, μην βιάζεσαι! Δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα! Με το που επιστρέφουμε από την Σικελία, μέσα στο πούλμαν ήμουν με τον Γιώργο Παυλίδη (σ.σ.: έπαιζε κι αυτός στην Νήαρ-Ηστ) όταν ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο και μαθαίνουμε ότι απολύθηκε ο Πολίτης και στην θέση του ανέλαβε ο Γιώργος Ζευγώλης. Δεν σου κρύβω ότι κοιταχθήκαμε στα μάτια και σκεφτήκαμε ταυτόχρονα ότι δεν αποτελούσαμε επιλογές του νέου προπονητή. Αυτομάτως η αγωνία μας ανέβηκε στο κατακόρυφο γιατί δεν ξέραμε αν θα παραμέναμε στην ομάδα, τι ρόλο θα είχαμε και πως θα εξελισσόταν η χρονιά για μας…»

    Είχε τρομερό ρόστερ η Νήαρ εκείνη την χρονιά…

    «Το συζητάς; Κατ’ αρχήν ο Σέιν Χιλ, η έλευση του οποίου ήταν τεράστιο “μπαμ” για το ελληνικό πρωτάθλημα, υπό την έννοια ότι ο Αυστραλός, πέρα από μεγάλος σκόρερ, είχε κάνει αισθητή την παρουσία του και στο ΝΒΑ, ενώ τα είχε σπάσει και με τον Τσαρλς Μπάρκλεϊ σε έναν αγώνα της Εθνικής της χώρας του με την Dream Team 2 στην Ατλάντα! Αλλά και άλλοι πολύ καλοί παίκτες όπως ο Ντέιβιντ Βον, ο Πανταζόπουλος, ο Παυλίδης.»

    Και τελικά όχι απλά τα βρήκατε με τον Ζευγώλη, αλλά ήσουν βασικός κι ελάχιστα έβγαινες από το παρκέ…

    «Μας μαζέψανε σε ένα εστιατόριο κάτω από τα Νταμάρια, έγινε η πρώτη γνωριμία της ομάδας εκτός γηπέδου κι από ‘κει και πέρα μπήκαμε στο γήπεδο και ξεκίνησε η σεζόν που για μένα αποτέλεσε το μεγάλο εισιτήριο για την είσοδό μου στο υψηλό επίπεδο του επαγγελματικού μπάσκετ. Πράγματι, ο coach Ζευγώλης με εμπιστεύτηκε πολύ από την πρώτη στιγμή, σε βαθμό μάλιστα που δεν το περίμενα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το ματς της πρεμιέρας με τον Παναθηναϊκό του Ράτζα, του Μποντιρόγκα και των υπολοίπων σε ένα γεμάτο γήπεδο! Είχαμε παίξει πολύ καλά και είχαμε δυσκολέψει τους πρωταθλητές, δείχνοντας από την αρχή ότι είχαμε σπουδαίες δυνατότητες για νεοφώτιστη ομάδα.»


    Ποια είναι η στιγμή που σου έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεσαι εκείνη την χρονιά;

    «Οι τρίποντες “ραψωδίες” του Σέιν Χιλ! Ο τύπος είχε τρομερή επαφή με το καλάθι από μακριά κι αν θυμάμαι καλά είχε σκοράρει τουλάχιστον δύο φορές διψήφιο αριθμό εύστοχων τριπόντων σε ένα ματς. Το ένα ήταν με τον Πανιώνιο στη Νέα Σμύρνη και το άλλο ήταν στην Πάτρα και είχε εξελιχθεί σε προσωπική μονομαχία των Αυστραλών “μπόμπερ”! Για όσους δεν θυμούνται στον Απόλλωνα έπαιζε τότε ο Άντριου Γκέιζ!»

    Στην συνείδησή σου, εκείνη η σεζόν ήταν που ένιωσες ότι πατάς σταθερά στα πόδια σου σαν επαγγελματίας μπασκετμπολίστας;

    «100%! Μου συνέβησαν πολλά στην διάρκεια εκείνης της χρονιάς, βγήκα “rookie της σεζόν”, έδωσα τις πρώτες μου συνεντεύξεις, έκανα φωτογραφήσεις, έπαιξα απέναντι σε ινδάλματα και σε γεμάτα γήπεδα, απέκτησα τεράστιες εμπειρίες κι έμαθα για τα καλά την “ελληνική” σημασία της ήττας! Γιατί στην Ισλανδία είτε χάναμε, είτε κερδίζαμε, δεν είχε μεγάλη διαφορά. Το θυμάμαι καλά γιατί η ήττα από το Περιστέρι στα playoffs μας είχε πονέσει όλους τότε…»

    Το Περιστέρι τότε σας είχε αφήσει εκτός στα playoffs και έκλεψε και τον καλύτερο νέο παίκτη του πρωταθλήματος…

    «Οι καλές μου εμφανίσεις στην παρθενική χρονιά στην Basket League, ανάγκασαν το Περιστέρι να ξοδέψει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό (σ.σ.: 250 εκ. δραχμές) για να με φέρει στα δυτικά προάστια. Ήταν η εποχή που είχε φύγει ο Γιάριτς και ο Γκούροβιτς για το εξωτερικό και η ομάδα είχε πολλά χρήματα στο ταμείο της. Πρόεδρος ήταν ο κ. Κορασίδης που έβαλε πολλά χρήματα, προπονητής ο Αργύρης Πεδουλάκης που ανέβασε την ομάδα πάρα πολλά σκαλοπάτια και εμένα προσωπικά με βοήθησε πάρα πολύ. Η οργάνωση ήταν πολύ υψηλού επιπέδου και το γήπεδο γέμιζε σχεδόν πάντα!»

    Οι παλαιότεροι θα θυμούνται ότι εκείνη η ομάδα δεν έκανε απλά αισθητή την παρουσία της στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις, αλλά πούλησε ακριβά το τομάρι της και στο πρωτάθλημα, απειλώντας σοβαρά όλους τους μεγάλους…

    «Πράγματι! Την πρώτη χρονιά θυμάμαι είχαμε διακριθεί στο Κύπελλο Κόρατς και τις δύο επόμενες κάναμε σπουδαία πορεία στην Euroleague και δυσκολέψαμε πολύ τόσο τον Παναθηναϊκό, όσο και τον Ολυμπιακό. Είχαμε και πολύ ταλέντο και τρομερή “χημεία” και ταυτόχρονα ήμασταν μία μεγάλη παρέα. Από τον Φορντ, τον Ντίνκινς, τον Άντερσεν, τον Ζεβροσένκο, τον Οκανσέ και τον Ριμπέιρο, μέχρι τους Έλληνες, τον Παπαμακάριο, τον Πελεκάνο κι εμένα, ήμασταν σαν μία γροθιά!»

    Ο Αργύρης Πεδουλάκης;

    «Ο coach είναι ένας άνθρωπος που έχει απίστευτη ικανότητα στο να μεταμορφώσει έναν νεαρό ταλαντούχο αθλητή σε μεγάλο παίκτη. Είναι φοβερός γνώστης των βασικών και των αναγκών του αθλήματος ανά περίοδο και εξαιρετικός στις αποφάσεις και την διαχείριση κατά την διάρκεια ενός αγώνα. Τον εκτιμώ πάρα πολύ και τον εκτίμησα ακόμη περισσότερο όταν συνεργάστηκα μαζί του στον Παναθηναϊκό και βρέθηκα δίπλα του στο γραφείο των προπονητών. Πήρα πολλά πράγματα από την προπονητική του προσωπικότητα κι έχω μόνο καλά λόγια να πω για τον Αργύρη.»

    Ήταν δύσκολος όταν πιεζόταν από τις καταστάσεις και τα αποτελέσματα;

    «Και ποιος δεν είναι; Όλοι οι προπονητές όταν πιέζονται και βρίσκονται σε δύσκολη θέση, θα φωνάξουν, θα βρίσουν, θα τιμωρήσουν και κάποιες φορές θα βγουν εκτός εαυτού. Το θέμα είναι να μην είναι άδικοι! Κι ευτυχώς για μένα, τόσο ο Ζευγώλης και ο Πεδουλάκης, όσο και ο Ομπράντοβιτς ήταν εξαιρετικά δίκαιοι και φορούσαν παντελόνια…»

    Ο Αλφόνσο Φορντ;

    «Ο αείμνηστος ήταν ένα παιδί πάρα πολύ χαμηλών τόνων με ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Η πρώτη του χρονιά στο Περιστέρι ήταν μεταβατική γιατί προερχόταν από τον Παπάγου και τον Σπόρτινγκ και χρειαζόταν να βρει τα πατήματά του σε μία ομάδα με υψηλότερους στόχους και διαφορετικές προσδοκίες από τους ξένους της. Την δεύτερη χρονιά, όμως, απογειώθηκε γιατί στο ρεπερτόριό του πρόσθεσε και το σουτ κι έγινε ασταμάτητος. Ήταν που ήταν πολύ δυνατός σαν κορμί και έπαιζε πολύ αποτελεσματικά με τις επαφές κοντά στο καλάθι, με την βελτίωση που έκανε στο μακρινό σουτ, άλλαξε εντελώς επίπεδο. Τους 25 πόντους ανά παιχνίδι τους είχε εύκολα!»

    Τι τον έκανε τόσο ξεχωριστό;

    «Η στάση ζωής που είχε. Ήταν εξαιρετικός οικογενειάρχης και δεν ξεμυτούσε ποτέ. Αν δεν ήταν στο γήπεδο ή στο γυμναστήριο, τότε θα ήταν σπίτι του με τα παιδιά του και την γυναίκα του. Αυτό που μου είχε κάνει τρομερή εντύπωση ήταν ότι στα βάρη μας έκανε πλάκα. Είχε τρομερές φυσικές δυνάμεις και γι’ αυτό δεν δούλευε τόσο εντατικά κι έκανε συντήρηση. Όταν τον τσιγκλούσε καμιά φορά ο Άντερσεν, όμως και του έλεγε “για να σε δούμε στον πάγκο”, μειδιούσε, σήκωνε πολύ άνετα 150 κιλά και μας άφηνε με ανοιχτό το στόμα!»

    Γενικά θυμάμαι ότι ήταν πολύ ανταγωνιστικός…

    «Τι να σου λέω τώρα! Όταν βάζαμε στοιχήματα για εύστοχο σουτ από το κέντρο, συνήθως κοιτούσε απ’ έξω και δεν συμμετείχε. Αν τον προκαλούσες και του έλεγες ότι δεν έχει τα κότσια να πάρει μέρος, τότε το στοίχημα τελείωνε από την πρώτη φορά που σούταρε. Τα έβαζε όλα! Ήταν μία κατηγορία μόνος του!»

    Στην περίπτωση της μετεγγραφής σου στον Παναθηναϊκό συνέβη λίγο-πολύ το ίδιο που έγινε και με το Περιστέρι, όταν έφυγες από τη Νήαρ-Ηστ. Κοινώς πήγες στην ομάδα που σε κέρδισε στα playoffs και την επόμενη χρονιά έγινε τεράστια μάχη στα ημιτελικά της postseason…

    «Είχαν προκύψει πολλές συγκυρίες τότε και θυμάμαι ότι συναισθηματικά είχα πιεστεί αρκετά όταν έπρεπε να αντιμετωπίσουμε ένα τόσο δυνατό Περιστέρι. Καλώς ή κακώς στα δυτικά προάστια πέρασα τρία εξαιρετικά χρόνια, ανδρώθηκα σαν παίκτης, κλήθηκα στην Εθνική ανδρών κι έφτασα στο επίπεδο να μπω στο στόχαστρο των πρωταθλητών Ευρώπης. Δεν ήταν εύκολο να γυρίσω μεμιάς τον διακόπτη, να πάω στο κλειστό της οδού Τζον Κένεντι και να παίξω ένα ματς σαν όλα τα άλλα. Πέραν των πρώην συμπαικτών μου, πολλοί φίλοι μου ήταν στην κερκίδα σαν αντίπαλοι! Από την άλλη πλευρά, βέβαια, έπαιζα για το πρώτο μου πρωτάθλημα και διακυβεύονταν η υστεροφημία μου. Αν έφυγα από το Περιστέρι και πήγα στον Παναθηναϊκό, σίγουρα το έκανα και για να διεκδικήσω με μεγαλύτερη συνέπεια τίτλους στην Ελλάδα και την Ευρώπη.»

    Κι από τον Πεδουλάκη πήγες στον Ομπράντοβιτς…

    «Το πρώτο πράγμα που έχω να πω για τον “Ζοτς” είναι ότι αποτελεί την επιτομή του ακριβοδίκαιου προπονητή. Αυτό δεν το βγάζω από το μυαλό μου. Θα αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο από τον πιτσιρικά μέχρι την μεγαλύτερη φίρμα! Αυτή η έλλειψη διακρίσεων στους παίκτες, θα τον καθορίζει για πάντα στα μάτια μου! Τώρα όσον αφορά στην προπόνηση, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, ήταν ίσως η πιο σκληρή στην καριέρα μου!»

    Δηλαδή;

    «Θυμάμαι όταν είχα υπογράψει στον Παναθηναϊκό κι ετοιμαζόμουν να μπω για πρώτη φορά στην προπόνηση, με είχε πιάσει ο Ιτούδης και μου είχε πει ότι “όταν θα αρχίζει το πρόγραμμα, θέλω να είσαι ήδη έτοιμος! Αυτό σημαίνει ότι θα έρχεσαι νωρίτερα και θα κάνεις ζέσταμα, διατάσεις και σουτ, έτσι ώστε να κερδίζουμε ολόκληρο το δίωρο!”. Δεν σου κρύβω ότι αρχικά μου φάνηκε λίγο υπερβολικός. Όταν μπήκαμε στο γήπεδο, όμως, από το πρώτο λεπτό πήγαμε στα “κόκκινα” και μου κακοφάνηκε, τότε κατάλαβα. Μου πήρε λίγο χρόνο να προσαρμοστώ σε όλη αυτή την αλλαγή και στους πολύ υψηλούς τόνους που υπήρχαν, αλλά τα κατάφερα…»

    Καψώνια είχε το πρόγραμμα;

    «Από την πρώτη προπόνηση της προετοιμασίας στην Σερβία. Έκανα το λάθος να βγω χαλαρά στο “head out” και στο καπάκι ο Ομπράντοβιτς σταμάτησε την προπόνηση και άρχισε τον εξάψαλμο! Αυτό ήταν το “ψάρωμα” του καινούριου και το έζησα όλα τα επόμενα χρόνια με τον κάθε νεοαποκτηθέντα που ερχόταν. Ακούγονταν τα κλασσικά “αγόρι μου εδώ είμαστε ομάδα που διεκδικεί την Euroleague, έχεις καταλάβει που έχεις έρθει” κλπ, σε πολύ υψηλή ένταση και με αρκετά “πιτς κουμάτερι” μαζί (γέλια!!!)»

    Πως το πήρες;

    «Μαζεύτηκα στην φωλιά μου και προσπάθησα να μην δίνω δικαιώματα! Την πρώτη χρονιά δεν έπαιζα πολύ και παρ’ ότι δεν μου άρεσε, δεν το έβγαζα για να μην προκαλέσω. Από την δεύτερη χρονιά και μετά, απέκτησα την εμπιστοσύνη του και με την πάροδο του χρόνου συνεννοούμασταν με κλειστά μάτια.»

    Καλύτερη και χειρότερη στιγμή με τον “Ζοτς”;

    «Θα σου πω κάτι εξωαγωνιστικό. Θυμάμαι ότι είμαστε ένα καλοκαίρι στο Ζλάτιμπορ για προετοιμασία κι επειδή ένιωθα ενοχλήσεις στο πόδι, δεν μπήκα στην προπόνηση και κάθισα στον πάγκο δίπλα του. Εκεί που καθόμασταν, λοιπόν και βλέπαμε το διπλό, εντελώς ξαφνικά μου ανοίχτηκε και άρχισε να μου διηγείται πως έγινε προπονητής. Πως έγινε η μετάβασή του από τον παίκτη στον coach, τα σεμινάρια που παρακολούθησε με τον “professor” Άτσα Νίκολιτς, πόσο δύσκολη ήταν η πρώτη προπόνηση, πως προετοιμάστηκε ψυχολογικά για την επόμενη μέρα και την σχέση με τους πρώην συμπαίκτες του, που πια θα ήταν παίκτες του… Ήταν μία πολύ εντυπωσιακή ιστορία και συνάμα εξαιρετικά διδακτική για μένα και μου έκανε εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε όλη αυτή την αλλαγή, χωρίς να αφήνει καμία λεπτομέρεια στην τύχη. Ήταν η πρώτη φορά που μου ανοίχτηκε για κάτι τόσο σημαντικό και σοβαρό, γιατί μέχρι τότε είχαμε τις οδηγίες, τις φωνές και τις πλάκες εντός γηπέδου, αλλά πάντα με κάποια συγκεκριμένα όρια.»

    Η άσχημη στιγμή;

    «Μετά από κάθε ήττα! Γενικά τις ήττες τις παίρναμε πολύ στα σοβαρά στον Παναθηναϊκό. Τι σήμαινε αυτό; Ατελείωτες ώρες στο video με ανάλυση των λαθών και διαρκή επανάληψη και στη συνέχεια εφαρμογή των διορθώσεων που έπρεπε να γίνουν μέσα στο γήπεδο. Όλο αυτό σε έφτανε κάποια στιγμή στα όριά σου και ουσιαστικά σε οδηγούσε να περιορίζεις τα λάθη, με γνώμονα και το κοινό καλό αλλά και την αποφυγή των “μαρτυρίων”…»

    Δεν μπορείς να απομονώσεις κάποια;

    «Μία ήττα από την Ολίμπια Λάρισας στο πρωτάθλημα. Επιστρέψαμε αργά το βράδυ στην Αθήνα με το πούλμαν και μας έδωσε ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί της επομένης στο γήπεδο για την γνωστή διαδικασία. Τρίωρο video και μετά δύο ώρες προπόνηση. Μας είχε κάτσει βαρύ αυτό… Θα μου πεις δεν βάραγες και γκασμά, άλλοι πάνε στο εργοστάσιο στις 6 το πρωί, δεν το συζητάμε… Απλά κάθε αθλητής έχει υπέρμετρο εγωϊσμό. Κι όταν σου χτυπάει αυτή την ευαίσθητη χορδή και σου λέει δεν έκανες το ένα και το άλλο, αισθάνεσαι άβολα. Αυτό ήταν το αγκάθι που έπρεπε να σπάσουμε όλοι μέσα μας και να συνεχίσουμε…»

    Εγώ θυμάμαι εκείνη την τεχνητή κρίση που είχε δημιουργήσει στο εντός έδρας ματς με την Πρόκομ, τον Ιανουάριο του 2009, λίγους μήνες πριν κατακτήσετε την Euroleague στο Final 4 του Βερολίνου…

    «Πολλοί τα έκαναν αυτά! Περισσότερο βέβαια, η σχολή των Σέρβων. Και ο “Ντούντα” τα έκανε και ο Ιβάνοβιτς και φυσικά ο “Ζοτς”…»

    Θυμάμαι ότι ήσουν στην πεντάδα (μαζί με Σπανούλη, Χατζηβρέττα, Περπέρογλου και Μπατίστ) που αντικατέστησε στο 5ο λεπτό της αναμέτρησης μετά από 4 λάθη και το σκορ στο 3-5 υπέρ των Πολωνών…

    «Είχε δει ότι η ομάδα δεν ήταν σε “καλό φεγγάρι” και ίσως να έρχονταν κρίσιμα παιχνίδια και ήθελε να προκαλέσει ένα “ηλεκτροσόκ”. Έκρινε τότε ότι έπρεπε να το κάνει με σκληρό τρόπο. Θυμάμαι ότι είχα βγάλει μία καλή άμυνα και είχα βάλει κι ένα τρίποντο, οπότε όταν τον είδα να σηκώνει παίκτες από τον πάγκο για αλλαγές, είχα μία ελπίδα ότι εγώ θα την γλιτώσω. Αλλά ούτε για αστείο… Με είχε πειράξει τότε, αλλά εκ των υστέρων κατάλαβα ότι είχε πετύχει τον στόχο του

    Ήμουν παρών σε εκείνη την αλησμόνητη συνέντευξη Τύπου με το αδιανόητο ξέσπασμα που είχε κάνει μετά από νικηφόρο ματς 22 πόντων. Τα είχατε ακούσει και στα αποδυτήρια νωρίτερα;

    «Απ’ ότι θυμάμαι ναι! Χωρίς ονόματα και διευθύνσεις, όμως! Αυτό έγινε την επόμενη μέρα στο meeting πριν την προπόνηση. Κι αυτή ήταν μία δύσκολη στιγμή. Όμως υπάρχουν κι ακόμη δυσκολότερες, οι οποίες δεν είναι για να δημοσιοποιούνται…»

    Θα σε πάω στα καλύτερα τώρα. Πρώτο Final 4 της καριέρας σου στη Μόσχα (2005). Ποια εικόνα σου έχει μείνει;

    «Θυμάμαι ότι πήγαμε με φιλοδοξίες και όχι για την συμμετοχή. Αντικειμενικά, όμως, δεν είχαμε την καλύτερη ομάδα. Αυτό που θυμάμαι ήταν ότι για αρκετά από τα παιδιά της ομάδας, ήταν η πρώτη φορά σε Final 4 και αποτέλεσε τεράστια εμπειρία. Εκεί πιστεύω ότι μαζέψαμε πολλές παραστάσεις, τις οποίες αξιοποιήσαμε στις επόμενες τρεις συμμετοχές μας, που συνοδεύτηκαν με την κατάκτηση του τροπαίου.»

    Ρίχνοντας μία προσεκτική ματιά στην δική σου αγωνιστική παρουσία, τα Final 4 δεν ήταν τα τυχερά σου…

    «Σωστό είναι αυτό! Άλλοτε ήμουν άτυχος και άπειρος και άλλοτε δεν μου βγήκαν τα παιχνίδια.»

    Από την διοργάνωση του 2007 στην Αθήνα, τι θυμάσαι;

    «Τον αγώνα δρόμου που έκανα για να προλάβω τους αγώνες, μετά το λουμπάγκο που έπαθα λίγες μέρες πριν το Final 4. Θυμάμαι ότι άρχισα να νιώθω ένα σφίξιμο στην μέση μου και το είπα στον φυσιοθεραπευτή μας, τον Άκη Παναγιωταρά. Βγήκα από την προπόνηση και παρ’ ότι με περιποιήθηκε, μετά από λίγη ώρα δεν μπορούσα να κουνηθώ. Η ακτινογραφία έδειξε λουμπάγκο και ξεκινήσαμε εντατικές θεραπείες, τρεις φορές την μέρα. Μέχρι και βελονιστή χρησιμοποιήσαμε, μπας και βελτιωθεί η κατάσταση. Ήμουν σε πολύ καλή κατάσταση, τότε και βασικό γρανάζι της ομάδας. Τελικά κατάφερα να παίξω έστω και λίγο, αλλά δεν ήμουν σε θέση να βοηθήσω ουσιαστικά. Η ουσία είναι ότι εκπληρώσαμε τον στόχο μας, γιατί εκείνη η ομάδα είχε φτιαχτεί για να το πάρει, σε ένα πολύ ανταγωνιστικό Final 4 και εν μέσω τρομερής πίεσης αλλά και μίας εκπληκτικής ατμόσφαιρας στο γήπεδο.»

    Πάμε στο 2009 στο Βερολίνο. Πολλοί λένε ότι εκείνη ήταν η καλύτερη ομάδα του Παναθηναϊκού όλων των εποχών…

    «Δεν θα διαφωνήσω. Χωρίς να θέλω να υποτιμήσω τις δύο προηγούμενες ομάδες, εκείνη τη σεζόν η ομάδα δεν είχε το παραμικρό ψεγάδι! Αν πριν από δύο χρόνια είχαμε μεγάλη πίεση, επειδή το Final 4 γινόταν στην Αθήνα, στο Βερολίνο όλα ήταν εις διπλούν λόγω της μάχης με τον Ολυμπιακό. Ο Παναθηναϊκός είχε χάσει στους δύο προηγούμενους “εμφύλιους” ημιτελικούς σε Τελ Αβίβ και Σαραγόσα, οπότε δεν ήθελε με τίποτε να τριτώσει το κακό. Θυμάμαι ότι όλο το προηγούμενο διάστημα πριν ταξιδέψουμε στην Γερμανία, δεν μπορούσαμε με τίποτε να χαλαρώσουμε. Είτε στην προπόνηση με το staff, είτε στα αποδυτήρια μεταξύ μας, είτε στον δρόμο με τους απλούς φιλάθλους, όλα γύριζαν γύρω από αυτό το παιχνίδι. Ηρεμία… μηδέν!»

    Πως το αντιμετωπίσατε;

    «Προσπαθούσαμε να μένουμε συνεχώς σε κλειστό οικογενειακό κύκλο για να μην έχουμε αντιπερισπασμούς, δουλέψαμε πολύ σκληρά στο γήπεδο και πήγαμε στο Βερολίνο πανέτοιμοι. Πήγε πολύ καλά ο ημιτελικός και μας έφυγε ένα μεγάλο άγχος, αλλά επειδή ήμασταν πολύ έμπειροι διαχειριστήκαμε σωστά την πρόκριση και δεν επαναπαυτήκαμε. Όλοι ξέραμε ότι είχε τελειώσει απλά το πρώτο ημίχρονο και το δεύτερο θα ήταν πολύ πιο κρίσιμο.»

    Όπως και αποδείχτηκε στην πράξη, όταν το +23 στο ξεκίνημα του 2ου μέρους έγινε στο +1, λίγο πριν το τέλος του τελικού…

    «Αυτό το συναισθηματικό roller coaster από το πρώτο στο δεύτερο ημίχρονο και μέχρι το άστοχο τρίποντο του Σισκάουσκας στην εκπνοή ήταν από τις πιο δραματικές στιγμές που βίωσα ποτέ μέσα στο γήπεδο και ευτυχώς που είχε ευτυχή κατάληξη.»

    Το Final 4 της Βαρκελώνης (2011) έχει μείνει στην μνήμη πολλών ως ο τελευταίος χορός της “Διαμαντιάδας” σε επίπεδο καθολικής ευρωπαϊκής κυριαρχίας…

    «Ούτε να το συζητάς! Ο Δημήτρης εκείνη την χρονιά ήταν απερίγραπτος! Και ποια δεν ήταν βέβαια, αλλά ειδικά το 2011 τα είχε σηκώσει όλα! Πήρε την ομάδα επ’ ώμου και την οδηγήσε εκ του ασφαλούς σε όλα τα δύσκολα. Κατ’ εμέ, το τρόπαιο το πήραμε από την στιγμή που πετάξαμε εκτός Final 4 την Μπαρτσελόνα στην φάση των playoffs. Μπορεί να επαναλαμβάναμε συνεχώς προς τα έξω ότι βλέπαμε τους εαυτούς μας ως “αουτσάιντερ”, αλλά βλέποντας ότι οι αντίπαλοι δεν ήταν τα “μεγαθήρια” του 2007 και του 2009, νιώθαμε μία συγκρατημένη σιγουριά την οποία βέβαια, επιβεβαιώσαμε και μέσα στο γήπεδο.»

    Και κλείνουμε με το Final 4 της επόμενης χρονιάς (2012) στην Πόλη, όπου δεν καταφέρατε να υπερασπιστείτε το στέμμα σας…

    «Μεγάλη πίκρα μου έχει μείνει από εκείνους τους αγώνες! Γιατί πήγαμε με υψηλές βλέψεις και πιστεύαμε ότι μπορούσαμε να τα καταφέρουμε. Είχαμε κάνει μία καλή πορεία, αποκλείσαμε την Μακάμπι που είχε φορμαριστεί στα playoffs και θεωρούσαμε ότι θα φτάναμε τουλάχιστον μέχρι τον τελικό. Είχαμε ξεκινήσει καλά τον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ, αλλά στην πορεία για πολλούς και διάφορους λόγους το ματς “στράβωσε” στην πορεία.»

    Η πίκρα ήταν μεγάλη μόνο για τον αποκλεισμό από την ΤΣΣΚΑ και τον τρόπο με τον οποίο προήλθε ή και για το γεγονός ότι το τρόπαιο κατέληξε στα χέρια του Ολυμπιακού; Σε ρωτάω γιατί στην Ελλάδα, έχουμε μάθει – κακώς κατά την άποψή μου – να “γιγαντώνουμε” ή να μετριάζουμε την πίκρα μας και αντίστοιχα την χαρά μας, όταν ο μεγάλος μας αντίπαλος κερδίζει ή χάνει. Ανεξάρτητα με το τι έχει κάνει η δική μας ομάδα…

    «Δε νομίζω! Τους οπαδούς προφανώς και τους πείραξε διπλά! Δεν θα σου πω ότι δεν μας ενόχλησε, όπως πιστεύω ότι θα ενόχλησε και τους παίκτες του Ολυμπιακού στο Βερολίνο. Είναι λογικό! Όταν έχεις στόχο να φτάσεις στο ψηλότερο σκαλί και ξαφνικά – ενώ εσύ αποτυγχάνεις – βλέπεις εκεί τον μεγάλο σου αντίπαλο, δεν είναι εύκολο συναίσθημα. Προσωπικά, πολύ βαθιά μέσα μου χάρηκα για τον Βασίλη (σ.σ.: Σπανούλη), τον Γιώργο (σ.σ.: Πρίντεζη), τον Κώστα (σ.σ.: Παπανικολάου) και τους υπόλοιπους Έλληνες του Ολυμπιακού με τους οποίους ήμασταν χρόνια συμπαίκτες στην Εθνική ομάδα, ταυτόχρονα, όμως, υπήρχε και μεγάλη στενοχώρια! Ίσως και ζήλια! Δεν μου φαίνεται παράλογο… Ίσα-ίσα που το βρίσκω ανθρώπινο…»

    Συμφωνώ, από την στιγμή που μέσω της κατάκτησης του ευρωπαϊκού τίτλου, ο μεγάλος σας αντίπαλος δυνάμωσε πολύ στο ψυχολογικό κομμάτι, ενόψει και της μάχης του ελληνικού πρωταθλήματος που ακολούθησε…

    «Αυτό ακριβώς! Και εκείνη την χρονιά ο Ολυμπιακός θεωρούνταν, ευθύς εξαρχής, υποδεέστερος του Παναθηναϊκού. Με τις αλλαγές που έκαναν με τον Ντόρσεϊ και τον Λο και τους βγήκαν, έγινε το απαραίτητο “κλικ”, παντρεύτηκε ιδανικά η εμπειρία του Σπανούλη, του Πρίντεζη και του Άντιτς με τα νεότερα παιδιά και στην πορεία μετατράπηκαν σε μία πολύ καλή ομάδα, που είχε και συνέχεια τα επόμενα χρόνια. Αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε…»

    Σε φόβισε η επόμενη μέρα της ομάδας μετά τα πλέον επιτυχημένα 13 χρόνια (1999-2012) της ιστορίας της;

    «Η αλήθεια είναι ότι στο άκουσμα της είδησης με κυρίευσαν ανάμικτα συναισθήματα. Στην αρχή αγχώθηκα, όταν, όμως, έμαθα ποιος προπονητής θα τον διαδεχόταν, ένιωσα καλύτερα γιατί είχε παίξει μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου και ήξερα πολύ καλά τι να περιμένω.»

    Έπαιξε ρόλο η παρουσία του Πεδουλάκη στην απόφασή σου;

    «Σίγουρα έπαιξε! Ωστόσο, είχα αποφασίσει ότι θα έπαιζα άλλον έναν χρόνο και θα σταματούσα. Είχα αισθανθεί ότι ερχόταν το τέλος και το προετοίμαζα… Οπότε, οι αλλαγές στην δύση της καριέρας του κάθε αθλητή δεν είναι και ό,τι καλύτερο…»

    Νωρίς σταμάτησες… Έτσι όπως σε βλέπω, παρά τα 43 σου, φέτος στεκόσουν σε υψηλό επίπεδο και άνετα στην Α1 Κατηγορία…

    «(γέλια!!!)… Τριαντά τεσσάρων χρονών ήμουν όταν έβαλα τους τίτλους τέλους! Δεν ήμουν ούτε μικρός, ούτε πολύ μεγάλος! Αλλά όταν είσαι 11 χρόνια στον Παναθηναϊκό και παίζεις συνεχώς στο φουλ της έντασης και της πίεσης, κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου. Οι απαιτήσεις του πρωταθλητισμού προκαλούν μία προοδευτική φθορά. Είμαστε με τον Διαμαντίδη δωμάτιο και αντί να κοιμόμαστε ήσυχα και ωραία, έχοντας κατακτήσει αρκετούς τίτλους και χωρίς να πρέπει να αποδείξουμε κάτι σε κανέναν, είμαστε συνέχεια ξάγρυπνοι με το μάτι γαρίδα σαν τους βρυκόλακες! Από το άγχος, δεν μπορούσαμε να ηρεμήσουμε. Κάποια στιγμή, όμως, λες “Τι διάολο γίνεται; Πως ζω έτσι;”, νιώθεις ότι το στομάχι δεν αντέχει άλλο, παράλληλα αισθάνεσαι ότι οι σωματικές αντοχές έχουν πάρει τον κατήφορο, βλέπεις νέα παιδιά που βγαίνουν να σε κοντράρουν, οπότε επειδή δεν είσαι στα καλύτερά σου και δεν θέλεις να σε λυπάται ο κόσμος, φτάνει η στιγμή της απόφασης…»

    Υποθέτω ότι παρ’ αυτά, είναι μία πολύ δύσκολη απόφαση, γιατί οι περισσότεροι αθλητές δεν έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για την μετάβαση στην ζωή, μετά την επαγγελματική διαδρομή…

    «Πάρα πολύ γιατί σχεδόν κανένας δεν έχει δημιουργήσει τίποτε! Ξυπνάς ένα πρωί και δεν έχεις καθημερινότητα και το χειρότερο είναι ότι για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, λειτουργείς σαν να είσαι αθλητής. Έχεις τα ίδια ωράρια, όταν αρχίζουν τα παιχνίδια σου βγαίνει ενδόμυχα ένα άγχος… Το ζούσα αυτό πολύ έντονα. Όποτε έβλεπα παιχνίδια, στα τελευταία λεπτά σηκωνόμουν όρθιος. Δύο ώρες πριν το τζάμπολ, ήξερα ότι οι παίκτες τώρα θα ξεκινούν από το σπίτι τους για να πάνε να δεθούν, να κάνουν το ζέσταμα, να νιώθουν το παρκέ να τρίζει από τις ιαχές των φιλάθλων, όλα αυτά έκαναν καιρό να μου φύγουν. Δεν ήξερα πως δύει ο ήλιος τα απογεύματα. Στο διάστημα από τις 4 έως τις 9, βρισκόμουν σχεδόν πάντα στο γήπεδο. Μετά ήμουν στο σπίτι με ανοιχτή την τηλεόραση και καθώς έβλεπα από το παράθυρο την δύση του ηλίου, συνειδητοποιούσα πόσο πρωτόγνωρη ήταν αυτή η εικόνα…»

    Σε απασχόλησε έντονα από την αρχή η επόμενη μέρα;

    «Τον πρώτο χρόνο είπα θα κάτσω, αλλά είχα στο μυαλό μου τι ήθελα να κάνω. Είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με την προπονητική, οπότε έπρεπε να πάρω το δίπλωμα…»

    Και μετά ξεκίνησες σιγά-σιγά με ατομικές προπονήσεις σε νέα παιδιά;

    «Ακριβώς! Αρχικά στο μυαλό μου είχα να διδάξω τα μυστικά της ρακέτας, γι’ αυτό και ξεκίνησα το πρόγραμμα με την ονομασία “In the paint”, που απευθυνόταν μόνο σε ψηλούς παίκτες. Πιστεύω πολύ στην εξειδίκευση και ήθελα να μεταδώσω όλα αυτά που είχα μάθει και είχα εξελίξει στην διάρκεια της καριέρας μου. Η πράξη, όμως, μου δίδαξε κάτι άλλο. Ότι αν όχι όλα, τα περισσότερα παιδιά θέλουν να έχουν την μπάλα στα χέρια τους και ιδανικά να γίνουν playmaker. Δεν έχει σημασία τι ύψος έχουν ή αν μπορούν να τρέξουν ή όχι, οι γονείς και τα παιδιά έχουν άλλες βλέψεις απ’ αυτές που μπορούν να υπηρετήσουν… Έτσι, λοιπόν, πολλοί ήταν εκείνοι που δεν δέχτηκαν να δουλέψουν με επίκεντρο τις κινήσεις των ψηλών και πήγαν εκεί που τους έλεγαν αυτά που ήθελαν να ακούσουν. Οπότε στην πορεία, σταμάτησα να δουλεύω μόνο με τους ψηλούς και δεχόμουν παιδιά για όλες τις θέσεις. Ήρθαν πολλά παιδιά και δουλέψαμε πολύ καλά, αλλά στην συνέχεία συνειδητοποίησα ότι το personal training είναι μία δουλειά που δεν έχει συναισθηματική φόρτιση και ένταση.»

    Δεν υπάρχει η νίκη και η ήττα εννοείς;

    «Ακριβώς! Προφανώς και χαίρεσαι όταν βλέπεις κάποιο παιδί που προπονείς να παίζει καλά και να βελτιώνεται διαρκώς στο πέντε εναντίον πέντε, αλλά όταν είσαι μαθημένος σε μία συναισθηματική κατάσταση ζενίθ και ναδίρ – 0-100 είναι ο πρωταθλητισμός, δεν έχει μέση κατάσταση – δεν σου προσφέρει μεγάλη συγκίνηση και δεν σε γεμίζει ψυχικά. Μου άρεσε, όμως, γιατί συναναστρεφόμουν με παιδιά που διψούσαν να παίξουν, να μάθουν και να βελτιωθούν.»

    Κάπως έτσι, να υποθέσω, αποφάσισες να ασχοληθείς με το αναπτυξιακό πρόγραμμα της ΕΟΚ;

    «Είχα γνωρίσει τον Βαγγέλη Λιόλιο στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με τον Προμηθέα και όταν αποφάσισε να ασχοληθεί με την ομοσπονδία, κάναμε πολλές συζητήσεις και διαπίστωσα ότι υπάρχει μεγάλη ταύτιση απόψεων. Χάρηκα πολύ με το όραμα που έχει, γιατί πραγματικά έλλειπαν άνθρωποι με την διάθεση, τον ζήλο και την επιμονή του για καλύτερες μέρες στο αγαπημένο μας άθλημα και του προσέφερα την στήριξή μου στις εκλογές.»

    Μετά την εκλογή του στην προεδρία, τι ακολούθησε;

    «Με κάλεσε στο γραφείο και μου είπε ότι θα ήθελε να είμαι μέρος της νέας προσπάθειας για την αναμόρφωση όλου του οικοδομήματος των Εθνικών ομάδων. Από την ανδρών μέχρι την παμπαίδων, μέσω της οργάνωσης ενός σύγχρονου προγράμματος παιδομαζέματος και καταγραφής όλων των παιδιών και των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ακαδημίες σε όλη την Ελλάδα. Μου ανέλυσε πιο διεξοδικά το πλάνο του, μου έδωσε την επιλογή να ασχοληθώ ακόμη και με την προπονητική, αλλά τελικά επέλεξα να αναλάβω το κομμάτι του αναπτυξιακού προγράμματος, που έχει και τεράστιο ενδιαφέρον αλλά και προοπτική για το μέλλον.»

    Γνωρίζοντας, λίγο-πολύ, πως λειτουργούσε μέχρι πριν από λίγους μήνες η ομοσπονδία, αρχικά σου φάνηκε ότι καλείστε να ανέβετε ένα «βουνό»;

    «Κάπως έτσι! Ξεκινήσαμε δειλά-δειλά, μάθαμε ο ένας τα ονόματα του άλλου, μπήκαμε σε μία διαδικασία ενημέρωσης και σιγά-σιγά καταστρώσαμε το πλάνο μας. Σε πρώτη φάση δομήσαμε τον τρόπο λειτουργίας του αναπτυξιακού, της απόκτησης επαφής με τα σωματεία, της καταγραφής των προβλημάτων, την δημιουργία ενός καταλόγου παιδιών. Υπ’ αυτό το πρίσμα προσλάβαμε 18 προπονητές από όλη την Ελλάδα, οι οποίοι έχουν – ο καθένας – τον τομέα της γεωγραφικής ευθύνης τους. Μέσα σε διάστημα 6 μηνών έχουμε καταγράψει όλα τα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στις μικρές ηλικίες και τα οποία τα κρατάμε για τον εαυτό μας, έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή να έχουμε πλήρη εικόνα της χαρτογράφησης του ελληνικού μπάσκετ. Δηλαδή πόσα παιδιά παίζουν μπάσκετ με δελτίο, αγόρια και κορίτσια σε όλες τις ηλικίες, τι γήπεδα και τι ανάγκες υπάρχουν. Όλες αυτές οι κινήσεις έχουν επιδράσει πολύ θετικά στους παράγοντες που ασχολούνται με το μπάσκετ, γιατί βλέπουν την ομοσπονδία στο κατώφλι του «σπιτιού» τους.»

    Όλα αυτά τα στοιχεία θα σας βοηθήσουν να αναπροσαρμόσετε το πλάνο σας με την πάροδο του χρόνου;

    «Αυτός είναι ο στόχος. Να αξιολογήσουμε που βρισκόμαστε αυτή την στιγμή και προϊόντος του χρόνου να βάλουμε μεγαλύτερους στόχους ή ενδεχομένως να αλλάξουμε κάπου κατεύθυνση, με φόντο πάντα την επόμενη μέρα. Να δούμε ποια είναι τα σωματεία που λειτουργούν με τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο και να σπρώξουμε και τα υπόλοιπα στον δρόμο τους.»

    Στο αγωνιστικό κομμάτι τι σκέφτεστε;

    «Θέλουμε να παίζουν τα παιδιά όσο το δυνατόν περισσότερα παιχνίδια, γιατί διαπιστώσαμε ότι σε κάποιες ηλικιακές κατηγορίες ο αριθμός των αγώνων είναι πολύ μικρός. Και αυτός είναι και λόγος που έχουμε “εμπλακεί” στα πρωταθλήματα. Πέρα από την τόνωση του ανταγωνισμού, όμως, χρειάζεται και η σωστή χρήση των κανονισμών. Πολλοί καταπατούσαν τις προκηρύξεις και τις παγκόσμιες νόρμες της FIBA για συγκεκριμένες ηλικίες και δεν υπήρχαν οι σωστές παιδαγωγικές αρχές. Έβλεπες αγώνα στα μίνι και τα παιδιά έπαιζαν full-court press και pick’n’roll, κάτι που “απαγορεύεται”. Όπως καταλαβαίνεις, “παρεμβαίνουμε” και σε αυτό το κομμάτι και συζητάμε με όλους τους αρμόδιους φορείς (σ.σ.: παράγοντες, διαιτητές, προπονητές κ.α.), έτσι ώστε από του χρόνου να εφαρμοστεί μία καθετοποίηση σε όλη την Ελλάδα, τα παιδιά να χαίρονται το άθλημα και να μην βλέπουμε σκορ με διαφορές 80 και πλέον πόντων.»

    Το “Rising Stars” στους εφήβους ήταν μία επιπλέον καινοτομία…

    «Ήταν μία ιδέα του προέδρου, την οποία είχε κάποτε παρουσιάσει και στην Euroleague, αλλά δεν έγινε δεκτή! Το εφαρμόσαμε στην Ελλάδα γιατί το είχε ανάγκη ειδικότερα η ηλικιακή κατηγορία των εφήβων, που έχασαν σχεδόν δύο αγωνιστικά χρόνια λόγω της πανδημίας. Θέλαμε να δώσουμε μεγαλύτερο ανταγωνισμό σε αυτά τα παιδιά, διαπιστώσαμε ότι οι περισσότεροι – όχι όλοι – καλοί παίκτες παίζουν σε αυτές τις οκτώ ομάδες και στήσαμε αυτό το τουρνουά, έχοντας ταυτόχρονα ως στόχο να δούμε ποιοι είναι εκείνοι που ξεχωρίζουν για τις Εθνικές ομάδες. Μαζί με τους υπόλοιπους που θα προκύψουν από τα κλιμάκια. Γιατί δεν είναι μόνο αυτοί για να μην παρεξηγηθούμε…»

    Ισχύει ότι για τη νέα σεζόν σκέφτεστε να το «ανοίξετε» από πλευράς συμμετοχών;

    «Πράγματι! Η εφετινή διοργάνωση είχε πιλοτικό χαρακτήρα. Θέλαμε κι εμείς να δούμε πως θα πάει, να καταγράψουμε ποια είναι τα οργανωτικά προβλήματα, ώστε του χρόνου να το στήσουμε όσο πιο σωστά γίνεται. Στην αρχή αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα, τα οποία προοδευτικά μειώνονταν και φτάσαμε στο Final 8 της Πάτρας, όπου έγινε ένα καταπληκτικό τουρνουά από όλες τις απόψεις. Είδαμε τα παιδιά να βελτιώνονται από αγωνιστική σε αγωνιστική, πολλές ομάδες εξέλαβαν τους συγκεκριμένους αγώνες ως έξτρα κίνητρο για να ανταποκριθούν σε ένα υψηλότερο επίπεδο από τους αγώνες των Ενώσεών τους κι εμείς είχαμε την ευκαιρία να βγάλουμε πολύ σημαντικά συμπεράσματα για την δεξαμενή που έχουμε στις συγκεκριμένες ηλικίες.»

    Μετά από σχεδόν έξι μήνες σε αυτό το πόστο, αν σε ρωτούσα τι έχουμε σαν ελληνικό μπάσκετ στις μικρές ηλικίες, ποιο είναι το επίπεδό μας, τι θα μου απαντούσες;

    «Υπάρχει πολύ ταλέντο, απλά η διαφορά μας με τις αντίστοιχες χώρες του προηγμένου μπασκετικού κόσμου, έγκειται στο ότι υπολειπόμεθα στα αθλητικά προσόντα. Τα παιδιά μας δεν είναι τόσο αθλητικά, όσο είναι στο εξωτερικό. Σίγουρα παίζει ρόλο και ο σχεδόν ενάμισης χρόνος, στον οποίο τα περισσότερα έμεινα ανενεργά και δεν δούλεψαν. Επίσης ο αριθμός των παιδιών που ασχολούνται με το άθλημα πανελληνίως, δεν είναι αυτός της προ πανδημίας εποχής. Αυτό σημαίνει ότι ένα ποσοστό παιδιών έχει φύγει. Είτε έχει πάει σε άλλα αθλήματα, είτε έχει πάει στον καναπέ απλά. Έχουμε δει μεγάλες διαφορές μεταξύ των επαρχιακών και των αστικών κέντρων. Στον τρόπο δουλειάς και σκέψης και στην πιστοποίηση των προπονητών. Επομένως, αυτό είναι ένα ακόμη κομμάτι στο οποίο πρέπει να σκύψουμε, ώστε να εκπαιδεύσουμε νέους προπονητές και να επιμορφώσουμε τους ήδη υπάρχοντες, ώστε να πάνε ένα επίπεδο πιο πάνω. Σε γενικές γραμμές, όσο πιο έξω βγαίνουμε από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη τόσο περισσότερα προβλήματα επισημαίνουμε. Τα νησιά για παράδειγμα ήταν παρατημένα στο έλεος του Θεού, όπως και οι παραμεθόριες περιοχές, είχαν πολλά προβλήματα, οπότε κι εκεί πρέπει να δώσουμε μεγάλη έμφαση.»

    Μπάσκετ έχουμε μέσα μας;

    «Αυτό είναι το θετικό κομμάτι. Απλά τα παιδιά θέλουν καθοδήγηση και προτροπή. Ένα μεγάλο θέμα που φαντάζομαι ισχύει σε όλον τον κόσμο, έχει να κάνει με την προπόνηση. Στην γενιά μου, κάναμε ακόμη και τρεις προπονήσεις την ημέρα και δεν βγάζαμε άχνα και οι παίκτες της σημερινής εποχής κάνουν μία και κουράζονται. Ενδεχομένως η σύγχρονη προπόνηση να είναι πιο κουραστική με δεδομένο ότι υπάρχει μεγαλύτερη τεχνογνωσία, ωστόσο, όπως και να το κάνουμε οι 5-6 ώρες που ήμασταν εμείς στο γήπεδο, δεν μπορούν να συγκριθούν με την μιάμιση ή τις δύο ώρες του σήμερα. Άρα τα σημερινά παιδιά έχουν περισσότερες υποχρεώσεις και μοιραία δεν δίνουν τόσο μεγάλη προσοχή στο μπάσκετ. Αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να αλλάξουμε. Δεν μπορούμε να πούμε στους γονείς “παρατήστε τα φροντιστήρια και φέρτε τα παιδιά σας στο γήπεδο”, γιατί δεν μπορούμε να εγγυηθούμε σε κανέναν ότι θα κάνει επαγγελματική καριέρα. Ακόμη και στον Σαμοντούροφ, που είναι αυτή τη στιγμή το μεγαλύτερο ταλέντο στην Ελλάδα. Ο αθλητισμός πρέπει να είναι το plan b για κάθε παιδί. Ο πιο ασφαλής δρόμος για την ζωή του, είναι το πανεπιστήμιο και το πτυχίο. Αυτό πρέπει πάντα να υπάρχει. Κι αν παράλληλα του βγει και ο αθλητισμός, θα είναι ευχής έργον να προχωρήσει και να φτάσει στο σημείο να αμείβεται απ’ αυτό…»

    Αυτό το κεφάλαιο σε ακολουθεί και μετά το τέλος της καριέρας σου σαν παίκτης, με την εμπλοκή σου στο αναπτυξιακό πρόγραμμα. Όταν καλείσαι να μεταδώσεις στα νέα παιδιά την σημασία της Εθνικής ομάδας, υποθέτω ότι γυρίζεις μόνος σου στην εποχή σου και θυμάσαι τα δικά σου βιώματα. Τι σου έρχεται πρώτα στο μυαλό;

    «Ότι η Εθνική ομάδα στις μικρές ηλικίες σου εξασφαλίζει μία τεράστια καριέρα στο μέλλον. Υπάρχουν πάρα πολλά παραδείγματα, όπως του Διαμαντίδη, του Παπαλουκά, του Ντικούδη και εμού, που δεν περάσαμε από από την παίδων και την εφήβων και παρ’ αυτά, κάναμε μεγάλη καριέρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν προσελκύει και παιδιά που έχουν ξεχωριστό ταλέντο για την ηλικία τους και δεν αποτελεί μία πρώτη επιβράβευση. Από ‘κει και πέρα, έγκειται στο κάθε παιδί ξεχωριστά αν θα διαχειριστεί σωστά αυτή την διάκριση για να “επενδύσει” πάνω σε αυτό το κίνητρο και να γίνει καλύτερο ή αν θα επαναπαυτεί και θα το φορτώσει στον κόκορα.»

    Το δικό σου το ταξίδι πως άρχισε; Πως βίωσες τις πρώτες σου συμμετοχές στην Εθνική ανδρών;

    «Ως μία “ιερή” και “γλυκιά” υποχρέωση, για την οποία είχα πασχίσει πολύ. Έχω στενοχωρηθεί και έχω πεισμώσει ουκ ολίγες φορές όταν ήμουν πιο μικρός και δεν έβλεπα το όνομά μου στα προσκλητήρια των παίδων και των εφήβων. Αυτό είναι το σημείο-κλειδί. Τα παιδιά πρέπει να πεισμώνουν και όχι να απογοητεύονται όταν δεν πετυχαίνουν κάτι με την πρώτη. Πολλές φορές λέμε στα παιδιά που επιλέγουμε στα κλιμάκια και στις προεθνικές ότι “αποτελείτε κι εσείς οι ίδιοι κίνητρα για τους συμπαίκτες σας όταν θα επιστρέψετε στις προπονήσεις των ομάδων σας και πρέπει να μεταδώσετε αυτό το συναίσθημα, του να είστε στην Εθνική για να δώσετε ώθηση και σε άλλα παιδιά να παλέψουν για να τα καταφέρουν!”…»

    Σε σένα η αρχή έγινε από την Εθνική Ελπίδων…

    «Θυμάμαι είχαμε μαζευτεί στην Καλαμάτα, σε ένα camp κοντά στα 40 παιδιά. Μας χωρίσανε να παίξουμε και μετά, σιγά-σιγά άρχισαν να κόβονται κάποιοι και μείναμε 20, από τους οποίους επελέγη η τελική 12άδα για το Πανευρωπαϊκό της Σικελίας. Εκεί, βέβαια, δεν τα πήγαμε καθόλου, αλλά ήταν πολύ όμορφη εμπειρία, γνώρισα πολλά παιδιά, πήρα το βάπτισμα του πυρός με το εθνόσημο στο στήθος και το να ακούς τον Εθνικό ύμνο, είναι η κορωνίδα του συναισθήματος που μπορεί να νιώσει ένας αθλητής.»

    Στην Εθνική ανδρών κλήθηκες ως παίκτης του Περιστερίου;

    «Μετά το τέλος της πρώτης μου χρονιάς, στην προετοιμασία για το Eurobasket του 99′ στην Ντιζόν. Όσοι είχαμε τελειώσει νωρίτερα από τα playoffs, ξεκινήσαμε τις προπονήσεις με τον τότε ομοσπονδιακό, Κώστα Πετρόπουλο και όταν ενσωματώθηκαν οι διεθνείς που έπαιζαν στο εξωτερικό, στον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, τον Άρη και τον ΠΑΟΚ, κόπηκαν οι περισσότεροι πλην του εμού και του Λάζαρου Παπαδόπουλου. Μπορεί στο τέλος να μην συμπεριελήφθην στην 12άδα, κάτι που ήταν λίγο ή πολύ αναμενόμενο για μένα τότε, αλλά απέκτησα εμπειρίες που με βοήθησαν στην επόμενη σεζόν.»

    Αν δεν κάνω λάθος, τα 3-4 πρώτα χρόνια που σε καλούσαν στην Εθνική, ήσουν ο τελευταίος ή ο προτελευταίος που κοβότανε πριν από κάθε μεγάλη διοργάνωση…

    «Ισχύει αυτό! Αν εξαιρέσουμε το 2002, που δεν είχαμε προκριθεί στο Παγκόσμιο και ο Ιωαννίδης μας είχε πάει για φιλικά στην Σουηδία και την Ιταλία, συνήθως αυτό που περιγράφεις συνέβαινε. Με αποκορύφωμα το Eurobasket του 2003, που κόπηκα την τελευταία μέρα πριν αναχωρήσει η αποστολή! Η 12η θέση ήταν μεταξύ εμού και του Χαρίση και ο coach δικαιώθηκε γιατί ο Χρήστος έβαλε το νικητήριο καλάθι στην πρεμιέρα με την Κροατία.»

    Όλα έγιναν για κάποιο λόγο… Για να γίνει το ντεμπούτο σου σε μεγάλη διοργάνωση, επί ελληνικού εδάφους. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, το 2004…

    «Πες το ψέματα! Δεν σου κρύβω ότι μέσα μου, είχα αποφασίσει ότι αν κοβόμουν πάλι από την 12άδα, δύσκολα θα συνέχιζα στην Εθνική ανδρών. Γιατί πρώτον, το ψυχολογικό ζήτημα είχε αρχίσει να γιγαντώνεται και δεύτερον έχανα όλα τα καλοκαίρια μου και δεν έκανα ατομική προπόνηση για να βελτιώνομαι. Ναι μεν έπαιρνα πολύ σημαντικές εμπειρίες, αλλά δεν πήγαινα σε εξειδίκευση, για να δουλέψω στο κορμί μου, στην ταχύτητα και στο σουτ, κάτι που είναι απαραίτητο για τους αθλητές στην off-season.»

    Έκτοτε, όμως, συμπλήρωσες πέντε διαδοχικά καλοκαίρια με συμμετοχές σε διεθνείς διοργανώσεις, που σηματοδότησαν ίσως την κορυφαία 5ετία στην σύγχρονη ιστορία της Εθνικής ομάδας…

    «Και νιώθω πολύ τυχερός γι’ αυτό, υπό την έννοια ότι ήμουν μέρος μίας μπασκετικής γενιάς με τεράστιο ταλέντο, αλλά και που είχαμε προπονητή τον Παναγιώτη Γιαννάκη, ο οποίος πάτησε πόδι, κάνοντας μεγάλες τομές στην Εθνική ομάδα. Θέλω να πω ότι πήρε κάποιες πολύ σκληρές αποφάσεις, που πολλοί δεν τις είδαν με καλό μάτι. Πρώτα στην προετοιμασία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οπότε και έκοψε μερικά πολύ “βαρύγδουπα” ονόματα, όπως ο Σιγάλας και ο Ρεντζιάς και από τους πιο παλιούς κράτησε τον Αλβέρτη και τον Παπανικολάου, οι οποίοι την επόμενη χρονιά έφυγαν και αυτοί. Δηλαδή το 2005 στο Βελιγράδι, πήγαμε με μία πολύ ανανεωμένη σύνθεση σε σχέση με το 2003 στην Σουηδία. Ο coach πίστεψε πολύ σε αυτή την φουρνιά και μας προσέδωσε αυτοπεποίθηση, αρχικά μέσα από τις προπονήσεις και τις νίκες που πετύχαμε, αλλά και μέσω του χαρακτήρα του και της ικανότητάς που είχε να διαχειρίζεται ιδανικά τις καταστάσεις στις δύσκολες στιγμές και να αποβάλλει το άγχος και την πίεση.»

    Από τις μέρες του, θυμόμαστε πολλά παιχνίδια που τα πήραμε στον πόντο και με μεγάλες ανατροπές…

    «Ακριβώς! Κατάφερνε ανά πάσα στιγμή να μας έχει έτοιμους πριν τους αγώνες, ενώ ταυτόχρονα μας μετέφερε μία ηρεμία, γιατί δεν ήταν καθόλου αγχώδης και είχε πίστη και αισιοδοξία. Σε αυτό το κομμάτι , θεωρώ ότι ήταν από τους κορυφαίους στην Ευρώπη.»

    Ποια θεωρείς ως την καλύτερη στιγμή σου ως μέλος της Εθνικής ανδρών;

    «Δεν μπορώ να διαλέξω μία. Προφανώς την στιγμή της εισόδου στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, το 2004. Φυσικά το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του Βελιγραδίου το 2005 και θα έλεγα και η νίκη επί των Αμερικανών στο Μουντομπάσκετ της Ιαπωνίας, το 2006.»

    Αυτό το ματς έχει μείνει στην ιστορία… Να φανταστείς ότι όλοι όσοι είμαστε στο γήπεδο, θυμόμαστε τον ημιτελικό λεπτό προς λεπτό…

    «Όσο απίστευτο κι αν ήταν όλο αυτό που πετύχαμε εκείνη την ημέρα, η νίκη επί των Ηνωμένων Πολιτειών, στο μυαλό μας, αναπόφευκτα συνδυάζεται και με την τεράστια πικρία που θα μας συνοδεύει πάντα για τον τελικό. Θα μας στοιχειώνει πάντα το τι θα γινόταν αν το… μετά ήταν διαφορετικό…»

    Η προσγείωση από την μεγαλύτερη ίσως νίκη στην ιστορία της Εθνικής ομάδας και την υπεραισιοδοξία για την κατάκτηση της κορυφής του κόσμου στο μπάσκετ, στην κατραπακιά του τελικού και την ήττα με κατεβασμένα τα χέρια από την Ισπανία, ήταν η μεγαλύτερη που έχεις βιώσει στην καριέρα σου σαν αθλητής;

    «Ούτε να το συζητάς! Και σαν πάθημα μας βοήθησε πολύ όλους στην συνέχεια, στο κομμάτι της συγκέντρωσης των κρίσιμων αγώνων με τους συλλόγους μας. Διότι τα Final 4 είναι ουσιαστικά η ίδια διαδικασία. Παίζεις έναν ημιτελικό όπου η πίεση είναι πολύ μεγάλη από πριν και εν συνεχεία κάνεις μία νίκη και μοιραία, συνήθως χαλαρώνεις και αδειάζεις. Όλο αυτό το μάθημα που πήραμε από τους Ισπανούς στην Σαϊτάμα, μας δίδαξε ότι έπρεπε να παραμένουμε απόλυτα συγκεντρωμένοι – ο κόσμος να χαλάσει – μέχρι και τον τελικό.»

    Θυμάμαι πολύ καλά τι είχε γίνει μετά το ματς με την Αμερική, στον όροφο του ξενοδοχείου που μένατε στο Τόκιο…

    «Κι εγώ πολύ καλά, πίστεψέ με! Αλλά δεν παύει να ήταν μία πολύ κακή διαχείριση από πλευράς μας, την οποία ο Γιαννάκης προσπαθούσε να αποτρέψει με κάθε τρόπο! Αλλά να σου πω κάτι, ήταν δύσκολο να μείνουμε στην… γη, με όλα αυτά που μαθαίναμε ότι γινόντουσαν στην Ελλάδα, τα τσάρτερ που ναυλώνανε για να δουν τον τελικό και με το CNN και το ESPN να βρίσκονται όλη την μέρα στα πόδια σου. Ήταν κάτι πολύ μεγάλο αυτό που είχαμε πετύχει και κακά τα ψέματα, ήταν δύσκολο να το διαχειριστούμε σωστά. Συν τοις άλλοις, στον άλλον ημιτελικό Ισπανίας-Αργεντινής είχε τραυματιστεί ο Πάου Γκασόλ και μοιραία στο μυαλό όλων μας ήταν ότι “έχουμε το χρυσό μετάλλιο στο τσεπάκι”! Αυτό ήταν και το τεράστιο λάθος μας. Όπως και όλα τα υπόλοιπα που συνέβησαν, από την άποψη ότι κοιμήθηκαμε από ελάχιστα έως καθόλου, μείναμε σχεδόν όλο το βράδυ ξάγρυπνοι από την υπερένταση, με τα τηλέφωνα να βαράνε συνέχεια και να κανονίζουμε πως θα έρθουν οι κοπέλες μας… Όλο αυτό το σκηνικό επέδρασε πολύ αρνητικά.»

    Εκτιμάς ότι τότε χάθηκε μία σπάνια ευκαιρία;

    «Αν μπορούμε να το πούμε έτσι, ναι! Δεν φτάνεις συχνά μία ανάσα από την κορυφή του κόσμου. Αν ήμασταν πιο μαζεμένοι όλοι και λειτουργούσαμε στην λογική ότι έχει μείνει ένα ακόμη ματς, νομίζω ότι σε εκείνο τον τελικό θα κερδίζαμε. Και θα άλλαζαν και πολλά στην συνέχεια. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήμασταν καλύτεροι από τους Ισπανούς. Γιατί εκείνη η γενιά του ισπανικού μπάσκετ ήταν η κορυφαία όλων των εποχών στην Ευρώπη, μετά την μεγάλη σχολή των Γιουγκοσλάβων της δεκαετίας του ’90!»

    Αν σου ζητήσω να απομονώσεις δύο-τρία πράγματα εξωμπασκετικά, για την σημασία που είχε για σένα η Εθνική ομάδα, τι θα μου έλεγες;

    «Προφανώς η παρέα του καλοκαιριού με όλα τα παιδιά και με φόντο κάτι σπουδαίο για όλη την χώρα, αλλά πιο πολύ ότι το συναίσθημα της ένωσης όλης της Ελλάδας. Στην Εθνική δεν υπάρχουν φανέλες, δεν υπάρχουν διαφορετικά συμφέροντα, δεν υπάρχει Παναθηναϊκός, Ολυμπιακό, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ ή Άρης! Υπάρχει μόνο ένα κοινό καλό. Με το που μπαίναμε στο παρκέ, είμαστε όλοι για έναν και ένας για όλους. Αυτό ήταν κάτι μοναδικό.»

    Επειδή έχεις μεγάλη εμπειρία και η γνώμη σου έχει βαρύτητα, εκτιμάς ότι το κλίμα στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, άρχισε να χαλάει όταν η τοξικότητα και η αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες ελληνικές ομάδες, ξέφυγε από τα επιτρεπτά όρια;

    «Σίγουρα, ένας παράγοντας ήταν και αυτός. Είχε παραγίνει το κακό. Άρχισαν τα “Γιατί ο προπονητής του Ολυμπιακού να είναι και ομοσπονδιακός;” και τα “γιατί στο προσκλητήριο να βρίσκονται περισσότεροι παίκτες του Παναθηναϊκού;” και όλη αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν βοήθησε καθόλου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι άγγιζε εμάς τους παίκτες άμεσα! Ωστόσο, είχε μεγάλη επίδραση σε όλο το οικοδόμημα του ελληνικού μπάσκετ. Ένα λάθος που έγινε από πλευράς των παικτών, ήταν ότι το 2007 εμπλακήκαμε λίγο παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε στα συνδικαλιστικά. Εκεί εκτιμώ και αυτή είναι η δική μου άποψη, ότι χάσαμε λίγο τον προσανατολισμό μας και την παραπάνω συγκέντρωση που έπρεπε να έχουμε στην Εθνική ομάδα. Μπορεί άλλα παιδιά να μην συμφωνούν, αλλά τώρα που το βλέπω με μία άλλη ματιά, ότι εκείνο το 10% της απώλειας που είχαμε, ίσως να ήταν πολύ κομβικό…»

    Από το 2004 έως το 2008 ήσουν παρών σε πέντε διαδοχικά τουρνουά, απουσίασες από το Ευρωμπάσκετ της Πολωνίας κι επέστρεψες στο Παγκόσμιο της Τουρκίας το 2010, το οποίο και αποτέλεσε το «κύκνειο άσμα» σου με την γαλανόλευκη φανέλα… Και μάλιστα σταμάτησες την ίδια μέρα με τον Διαμαντίδη…

    «Μαζί σταματήσαμε και μαζί κάναμε το break του 2009! Κι αυτό το αποφασίσαμε γιατί είχαμε “φορτωθεί” με τραυματισμούς και κούραση κι επειδή μεγαλώναμε κιόλας, νιώθαμε ότι τουλάχιστον ένα καλοκαίρι έπρεπε να κάνουμε λίγη συντήρηση, για να αντέξουμε και μέχρι τα 34 που έπαιξα εγώ και μέχρι τα 36 που πήγε ο Δημήτρης. Επίσης το γεγονός ότι παίζαμε συνέχεια, χειμώνα-καλοκαίρι χωρίς σταματημό, κάποια στιγμή σε… μπουκώνει στον εγκέφαλο! Όχι μόνο σωματικά!»

    Αυτή είναι η απάντησή σου σε όλους εκείνους που φέρνουν ως παραδείγματα τον Γκασόλ, τον Νοβίτσκι και τον Τζινόμπιλι που ενίσχυαν με μεγάλη συνέπεια τις Εθνικές ομάδες των χωρών τους;

    «Αφενός δεν έπαιζαν κάθε καλοκαίρι και αφετέρου κάποιοι απ’ αυτούς τελείωναν τέλη Απρίλη ή μέσα Μάη και είχαν χρόνο για ξεκούραση, ενώ παράλληλα τύγχαναν και διαφορετικής διαχείρισης. Τιμή τους και μπράβο τους για την αγάπη τους προς την Εθνική ομάδα, αλλά θα πρέπει ο κόσμος να καταλάβει ότι είναι τελείως διαφορετικό να παίζεις μπάσκετ στην Ευρώπη από τα να είσαι στο ΝΒΑ. Και το λέω από πλευράς προγράμματος, υποχρεώσεων και έντασης στην προπόνηση στην διάρκεια της σεζόν.»

    Τα Final 4 της Euroleague, μπορεί να μην ήταν τυχερά σου, όπως σημειώσαμε πιο πριν, το αντίθετο συνέβαινε όμως με τους τελικούς του Κυπέλλου. Και το λέω αυτό γιατί βγήκες τρεις συνεχόμενες χρονιές MVP των τελικών…

    «Καμιά φορά είναι πως θα σου βγουν κάποια παιχνίδια, οι αντίπαλοι, η προετοιμασία, το πως είναι το σώμα σου. Για παράδειγμα το 2009 ήταν η χειρότερή μου χρονιά στον Παναθηναϊκό, παρ’ ότι πήραμε το triple-crown. Δεν προσέφερα αυτά που μπορούσα. Αλλά στους τελικούς του Κυπέλλου, πράγματι, όπως και στους τελικούς των playoffs αισθανόμουν πολύ καλά, έβρισκα επιπλέον κίνητρα και είχα πολύ καλή απόδοση.»

    Κλείνοντας αυτή την κουβέντα και με δεδομένο ότι έχουν περάσει εννέα χρόνια από τότε που σταμάτησες το μπάσκετ, όταν κάνεις την δική σου ενδοσκόπηση και τον δικό σου απολογισμό, τι απάντηση δίνεις στην ερώτηση “τι παίκτης ήμουν;”;

    «Ήμουν ένας παίκτης ομάδας! Ό,τι μου ζητούσε ο προπονητής θα το έκανα! Από το να κάνω 5 φάουλ μέχρι το να πρωταγωνιστήσω επιθετικά. Ήμουν ένας παίκτης που στο Περιστέρι είχε δείξει ότι μπορεί ταυτόχρονα να είναι αποτελεσματικός σε πολλαπλούς ρόλους και στον Παναθηναϊκό μπήκε σε ένα συγκεκριμένο “καλούπι”, επειδή του το ζήτησε ο coach και το αποδέχτηκε και ο ίδιος ο Κώστας!»

    Αυτό το “κλικ”, η αλλαγή του “διακόπτη” είναι θέμα χαρακτήρα; Γιατί έχουμε δει ότι δεν μπορούν να το κάνουν όλοι οι παίκτες…

    «Έχεις δίκιο! Γιατί θα μπορούσα να μην παίζω στο κορυφαίο επίπεδο και να είμαι λίγο πιο κάτω σκοράροντας 20 πόντους και μαζεύοντας 10 ριμπάουντ σε κάθε παιχνίδι. Στην δική μου την ιεραρχία, όμως, μέτρησε κάτι άλλο…»

    Αυτό πως επιτυγχάνεται;

    «Κάθισα και συζήτησα πολύ με τον εαυτό μου και νομίζω ότι πήρα την σωστή απόφαση, διότι η καριέρα μου εξελίχθηκε πολύ καλά. Δεν ξέρω τι κατάληξη θα είχα αν διάλεγα τον άλλο δρόμο. Είμαι σίγουρος, όμως, ότι δεν θα είχα τόσους τίτλους στο παλμαρέ μου. Και στο τέλος της ημέρας, στον αξιακό κόσμο των περισσοτέρων αθλητών, δεν μετράει ούτε ο μέσος όρος των πόντων και των ριμπάουντ, ούτε το πόσο εντυπωσιακός παίκτης ήταν κάποιος. Αντίθετα, όταν πέφτουν τα φώτα, η λάμψη παραμένει όταν η καριέρα σου συνοδεύεται από 23 τίτλους! Αυτά τα… μαραφέτια που βλέπεις κάθε μέρα στον τοίχο ή στα έπιπλα του σπιτιού σου, δεν σε αφήνουν να ξεχάσεις και φυσικά δικαιώνουν τις επιλογές σου και τους κόπους σου. Δεν το λέω από έπαρση, αλλά όταν πάω να μιλήσω σε παιδάκια και ακούω τον εκφωνητή να λέει ότι “ο Τσαρτσαρής έχει 10 πρωταθλήματα και 8 Κύπελλα Ελλάδας, 3 ευρωπαϊκούς τίτλους και ένα Eurobasket”, πως να το κάνουμε, φουσκώνω από ηθική ικανοποίηση. Γιατί όλο αυτό έχει γίνει με πολλές θυσίες και τόνους ιδρώτα…»

    Δεν δυσκολεύτηκες καθόλου να αποδεχθείς την αλλαγή ρόλου;

    «Την πρώτη χρονιά που πήγα στον Παναθηναϊκό και συνειδητοποίησα ότι ο Ομπράντοβιτς “μου έπαιρνε πράγματα” που είχα συνηθίσει να κάνω και μου ζητούσε να είμαι πιο ενεργός σε άλλα κομμάτια, έβαλα με τον εαυτό μου την ζυγαριά και κατέληξα ότι άξιζε τον κόπο. Η διαφορά του “Ζοτς” με άλλους προπονητές, όμως, ήταν ότι ποτέ δεν σε “έκοβε” ή σε περιόριζε, όταν έβλεπε ότι σου πήγαινε ένα ματς ή όταν ήσουν σε φόρμα. Στα καλά μου, μάλιστα, υπήρχαν και συστήματα που ήταν βασισμένα πάνω μου, απλά δεν άρχιζε και δεν τελείωνε μαζί μου. Στην πορεία διαπίστωσε ότι μπορούσε να πάρει πολλά πράγματα και σε σταθερή βάση από μένα και να σου πω κάτι; Είναι πολύ σημαντικό για έναν προπονητή να ξέρει ότι στην άμυνα θα έχει το μάξιμουμ από μένα, θα δώσω πάντα την πάσα στον ελεύθερο παίκτη και όταν θα είμαι στην βραδιά μου θα σκοράρω…»

    Να υποθέσω ότι σε αυτή την αποδοχή από μέρους σου, έπαιξε ρόλο και το ποιοι ήταν οι συμπαίκτες σου. Όταν γυρίζεις το κεφάλι σου δεξιά κι αριστερά και βλεπεις τον Διαμαντίδη, τον Σπανούλη, τον Saras, τον Χατζηβρέττα, τον Μπατίστ, τον Πέκοβιτς, τον Φώτση, τον Ντικούδη, τον Τομάσεβιτς και σία, τότε νομίζω ότι για έναν ισορροπημένο χαρακτήρα είναι πιο εύκολο να προσαρμοστεί…

    «100%! Και όλο αυτό το δόμησε ο Ομπράντοβιτς. Δεν επέλεγε τυχαία τους παίκτες και τις προσωπικότητες. Κάποια παιδιά δεν του βγήκαν και είναι λογικό. Θυμάμαι ότι από την ομάδα πέρασαν παιδιά όπως ο Ζούζα, ο Γκαγκαλούδης, ο Κούβαρης, στα οποία δόθηκε η ευκαιρία να λειτουργήσουν ως ρολίστες. Μετά που φύγαμε από τα Πατήσια, όμως και επιστρέψαμε στο ΟΑΚΑ, ήρθε ο Δημήτρης (σ.σ.: Σπανούλης), ήρθε ο Βασίλης (σ.σ.: Σπανούλης) και άρχιζε σιγά-σιγά να χτίζεται ένας πολύ δυνατός κορμός 6-7 παιδιών, από τα οποία ήξερε τι θα έπαιρνε κάθε βράδυ, οπότε αν το πράγμα στράβωνε θα είχε και τις άλλες λύσεις. Και δεν είναι τυχαίο, ότι όταν έρχονταν τα δύσκολα το δίδυμο ψηλών στο παρκέ, ήταν ο Μπατίστ κι εγώ. Γιατί γνωριζόμασταν πολύ καλά, συνεννοούμαστε με κλειστά μάτια, είχαμε τις σωστές αποστάσεις και τους απαραίτητους αυτοματισμούς.».